Του Παύλου Μαρινάκη*
Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου χαρακτηρίστηκαν από την υπέρβαση πολλών διαχωριστικών γραμμών του παρελθόντος: πολλοί πολίτες που επί χρόνια βρίσκονταν πολιτικά μακριά - ίσως και απέναντι - από τη Νέα Δημοκρατία την εμπιστεύτηκαν γιατί υποσχέθηκε μια συντεταγμένη, μελετημένη και προσεκτικά σχεδιασμένη νέα αρχή για τη χώρα. Μαζί με όλους εμάς που σταθερά βρισκόμαστε εντός ή κοντά στη Νέα Δημοκρατία, συγκροτώντας τον πιο ανθεκτικό πολιτικό πόλο της Μεταπολίτευσης, δημιουργήσαμε στις τελευταίες εθνικές εκλογές ένα δυναμικό ρεύμα που απαιτούσε η Ελλάδα να αλλάξει αιώνα σε όλα τα επίπεδα.
Ένα από τα πιο ισχυρά σημεία επαφής αυτού του πολιτικού ρεύματος δεν είναι άλλο από τις αλλαγές στην Παιδεία - ιδίως την τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία αποτέλεσε το πειραματόζωο των ιδεοληπτικών φαντασιακών της προηγούμενης κυβέρνησης. Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτούς τους πρώτους τέσσερις σχεδόν μήνες διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη οι πιο ηχηρές αντιδράσεις πυροδοτήθηκαν από την κατάργηση του δήθεν πανεπιστημιακού ασύλου - στην πράξη της ποινικής ασυλίας όσων διέπρατταν εγκλήματα εντός ακαδημαϊκών χώρων.
Ήδη από το 2007 όλες οι έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν ότι οι πολίτες γενικά αλλά και ειδικότερα οι φοιτητές σε συντριπτικό ποσοστό επιθυμούν τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που θα φέρουν τα πανεπιστήμιά μας κοντά στο μέσο όρο των αντίστοιχων δυτικών: τον αμοιβαία επωφελή συναγωνισμό δημοσίων και ιδιωτικών, την αξιολόγηση, τη βελτίωση και προστασία των υποδομών, τους κανόνες για φοιτητές και διδάσκοντες, τα σύγχρονα αντικείμενα σπουδών.
Όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις είχαν και έχουν έναν διαχρονικό εκφραστή εντός των πανεπιστημίων: τη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, τη μόνη παράταξη που εξέφρασε τη βούληση των φοιτητών τόσο όταν ο πολιτικός της φορέας βρισκόταν στην κυβέρνηση, όσο και όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Επί μέρους λάθη μπορεί να έγιναν, όμως σε καμία περίπτωση δεν διαγράφουν τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή την αταλάντευτη θέση της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ υπέρ των αλλαγών που είχε και έχει ανάγκη η τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αντίστοιχα, αν πρέπει να αναγνωρίσουμε ένα πεδίο στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε αταλάντευτα συνεπής, αυτό είναι η υιοθέτηση όλων των αναχρονιστικών στερεοτύπων που κράτησαν δέσμια στο παρελθόν την τριτοβάθμια εκπαίδευση και ο προσεταιρισμός όλων εκείνων των αντιδημοκρατικών μειοψηφιών που με τη βία απέτρεπαν την εφαρμογή των νόμων. Αυτή η συνέπεια του ΣΥΡΙΖΑ καταδεικνύει και τον πυρήνα της ιδεολογίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πέρα από κακής ποιότητας προοδευτικά φτιασιδώματα.
Ύστερα από δύο απόπειρες μεταρρύθμισης στο χώρο των πανεπιστημίων, ήρθε η στιγμή αυτή η πλειοψηφία να εκφραστεί. Όχι ως «τρίτος γύρος» - αυτά είναι τσιτάτα των αντιδραστικών κουκουλοφόρων - αλλά ως το σημείο τομής μεταξύ δύο εποχών: της παρακμής και της νέας σελίδας. Όλοι όσοι απαρτίζουμε αυτό το πολιτικό ρεύμα πρέπει να δούμε με θάρρος τα λάθη μας και να τα διορθώσουμε: από πλευράς μας, ήδη εδώ και δύο χρόνια έχουμε ανανεώσει τη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ σε ύφος και πρακτικές, ανοίγοντάς την σε όλους τους φοιτητές. Είναι ώρα όχι μόνο να συμφωνήσουμε, αλλά και να υλοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις. Και αυτό θα απαιτήσει πολιτικό θάρρος, θα απαιτήσει σύγκρουση με συμφέροντα, θα απαιτήσει αντιμετώπιση των παραβατικών. Και αυτή η αντιμετώπιση δεν μπορεί να γίνει από κανέναν άλλον, παρά μόνο από εκείνο το θεσμό που η πολιτεία αναγνωρίζει ως αρμόδιο: την Ελληνική Αστυνομία.
Ύστερα από δέκα χρόνια κρίσης, οι ψευδαισθήσεις τελείωσαν. Είτε θα ακολουθήσουμε όσα εφαρμόζονται παντού στον πολιτισμένο κόσμο, είτε θα βουλιάξουμε στην ανυποληψία. Κοινός αντίπαλος είναι τα προβλήματα των φοιτητών και των διδασκόντων, προβλήματα που διαιωνίζουν οι ιδεολόγοι της μετριότητας που κοντεύουν να πάρουν σύνταξη με βάση το νόμο Κατρούγκαλου, αλλά ακόμα απαιτούν να ορίζουν το μέλλον των νέων. Σε αυτή την πολιτική μάχη η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ συμμετέχει για να κερδίσει. Και θα κερδίσει, γιατί έχει μαζί της τις σωστές λύσεις, το δίκαιο, τους φοιτητές, το σχέδιο και, τελικά, όλους τους πολίτες.
*Ο κ. Παύλος Μαρινάκης είναι Δικηγόρος, πρόεδρος ΟΝΝΕΔ