Είναι αρκετοί ακόμη οι λόγοι, από την ευάλωτη οικονομία και την ανησυχία για τη βιωσιμότητα των τραπεζών, έως την αβεβαιότητα από μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, για τους οποίους πολλοί καταθέτες θα έστελναν σήμερα τα χρήματα τους στο εξωτερικό, τονίζει στο Liberal.gr, ο Μιχάλης Γκλεζάκος, εκφράζοντας την αντίθεσή του απέναντι σε μια πλήρη άρση των capital controls.
Σχολιάζοντας τη συζήτηση που έχει ανοίξει για πλήρη κατάργηση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, ο καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, εξηγεί ότι η πλήρης άρση των capital controls μπορεί να οδηγήσει σε εκροή κεφαλαίων, αδυνατίζοντας αντίστοιχα τη ρευστότητα των τραπεζών και στερώντας τα κεφάλαια αυτά από την ελληνική οικονομία.
«Συμπερασματικά, θα ήταν επιθυμητό να απαλειφθούν οι κεφαλαιακοί περιορισμοί», επισημαίνει ο κ. Γκλεζάκος, «αλλά η σημερινή κατάσταση της οικονομίας μας και ειδικότερα των τραπεζών δεν είναι κατάλληλες για κάτι τέτοιο».
Στο μείζον θέμα των κόκκινων δανείων που έχει μπει στη δίνη των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, ελπίζει ότι η άρνηση των τραπεζών και οι περιορισμοί των δανειστών, θα βάλουν στον πάγο τις προεκλογικές προθέσεις της κυβέρνησης, όπως «ένα οριζόντιο κούρεμα στα δάνεια που αφορούν τη προστασία της πρώτης κατοικίας ή κάποιας ευρύτερης ομάδας», το οποίο «θα είχε τα χαρακτηριστικά σεισάχθειας που θα ενθουσίαζε πολλούς δανειολήπτες».
Συνέντευξη στον Γιώργο Φυντικάκη
Στη συνάντηση που είχαν τη Παρασκευή με τον Ι. Στουρνάρα, οι επικεφαλής των ελληνικών τραπεζών εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην πλήρη άρση των capital controls. Δεδομένων και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, πιστεύετε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πυροδοτήσει κύμα φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό;
Να θυμηθούμε ότι οι κεφαλαιακοί περιορισμοί μπήκαν το καλοκαίρι του 2015, όταν εκείνη η αλλοπρόσαλλη τακτική στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές μας έφερε ένα βήμα πριν την έξοδο από το ευρώ και δημιούργησε πανικό στους καταθέτες που έσπευδαν να μεταφέρουν τις αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό για να μην τις δουν να γίνονται δραχμές.
Σήμερα βέβαια κανείς δεν συζητά επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και γι αυτό ο κίνδυνος μαζικής φυγής κεφαλαίων δεν υπάρχει. Υπάρχουν όμως αρκετοί λόγοι για τους οποίους πολλοί καταθέτες θα έστελναν τα χρήματα τους στο εξωτερικό, με κυριότερους τους εξής:
Πρώτον, η οικονομία μας παραμένει ευάλωτη. Αυτό φαίνεται από την κατάταξη της στις λίστες των οίκων αξιολόγησης, όπου παραμένει 3 ως 6 θέσεις κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Φαίνεται επίσης από τα επιτόκια δανεισμού, που αντανακλούν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην οικονομία μας. Λίγες ημέρες πριν, χρειάστηκε να δώσουμε 3,6% για να δανειστούμε ένα μικρό ποσό (2,5 δις ευρώ), για μια μικρή διάρκεια (5 χρόνια).
Για να καταλάβουμε πως μας βλέπουν οι αγορές, αρκεί να πούμε ότι αυτό το κόστος δανεισμού είναι σχεδόν 10 φορές μεγαλύτερο από εκείνο της Πορτογαλίας. Ακόμη, είναι προφανές ότι οι επενδυτές διστάζουν να επενδύσουν στη Χώρα μας, παρά τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Γι αυτό άλλωστε είμαστε ουραγοί στην προσέλκυση επενδύσεων.
Δεύτερον, οι τράπεζες εξακολουθούν να μάχονται για τη βιωσιμότητα τους. Τα κόκκινα δάνεια παραμένουν σε ύψος ρεκόρ (90 δισ. ευρώ) και απειλούν να περιορίσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια και ενδεχόμενα να τις οδηγήσουν σε νέα ανακεφαλαιοποίηση. Κάτι τέτοιο δεν είπε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης την περασμένη εβδομάδα; Βέβαια, κάτι κινείται προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος, αλλά οι κυοφορούμενες λύσεις χρειάζονται αρκετό χρόνο για να αποδώσουν.
Αρκετοί θεωρούν ότι οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες και λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί η προκλογική περίοδος...
Πράγματι, κοντά στα πιο πάνω προβλήματα, θα πρέπει να προστεθεί και η αβεβαιότητα που δημιουργεί η προεκλογική περίοδος λόγω της ενδεχόμενης μεγάλης διάρκειας της, της οξείας αντιπαράθεσης των κομμάτων εξουσίας, της χαλαρότητας που αναπόφευκτα τη συνοδεύει λόγω της στάσης αναμονής στον δημόσιο τομέα κλπ.
Να προσθέσω ακόμη ότι τα επιτόκια καταθέσεων σήμερα στη χώρα μας είναι κοντά στο μηδέν, πράγμα που σημαίνει ότι ενδεχόμενα να μπορούσε κανείς να συνδυάσει την αυξημένη ασφάλεια του εξωτερικού με καλύτερες αποδόσεις (π.χ. μέσω τοποθετήσεων σε ομολογίες, ΑΚ κλπ).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κατάργηση του περιορισμού μεταφοράς κεφαλαίων στο εξωτερικό μπορεί να οδηγήσει σε εκροή κεφαλαίων, αδυνατίζοντας αντίστοιχα τη ρευστότητα των τραπεζών και στερώντας τα κεφάλαια αυτά από την Ελληνική οικονομία. Κάτι τέτοιο μάλιστα θα δημιουργούσε ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα, εντείνοντας την ανησυχία των καταθετών και δυσκολεύοντας την προσπάθεια των τραπεζών για επάνοδο τους στην κανονικότητα.
Για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, όλοι θέλουμε την κατάργηση των κεφαλαιακών περιορισμών. Απλά, με τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας μας και ειδικότερα των τραπεζών, δεν έχουμε τις προϋποθέσεις να κάνουμε μια τέτοια κίνηση χωρίς να αναλάβουμε σημαντικούς κινδύνους. Ας δυναμώσουμε λοιπόν την οικονομία μας, κάνοντας τη μακροπρόθεσμα βιώσιμη, για να μπορούμε να αφαιρέσουμε τους εναπομείναντες περιορισμούς με ασφάλεια.
Κεντρικό θέμα στην επικαιρότητα αποτελεί η κατάσταση των τραπεζών, για τις οποίες πραγματοποιείται σήμερα συνάντηση των τραπεζιτών με το Μαξίμου, κι όλα αυτά στον απόηχο των δηλώσεων Δραγασάκη ότι χρειάζονται παρεμβάσεις στα κόκκινα δάνεια, προκειμένου οι τράπεζες να μην χρειαστούν νέα κεφάλαια...
Μέχρι σήμερα έχουν διαμορφωθεί δύο προτάσεις για να διευκολυνθεί η μείωση των κόκκινων δανείων, η μία του ΤΧΣ που προτείνει την παροχή κρατικής εγγύησης στους αγοραστές των κόκκινων δανείων και η άλλη της Τράπεζας της Ελλάδος, που στηρίζεται στην αξιοποίηση του αναβαλλόμενου φόρου.
Στα πλαίσιο αυτών των διεργασιών εντάσσεται και η τοποθέτηση του κ. Δραγασάκη, η οποία παραξένεψε πολλούς, γιατί αναφέρθηκε στον κίνδυνο νέας κεφαλαιοποίησης των τραπεζών (υποθετικά, ακόμη και με κρατικά κεφάλαια), σε μια φάση που η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων είναι πιο κοντά από ποτέ.
Η καλύτερη δυνατή εξήγηση αυτής της τοποθέτησης είναι ότι ήθελε να επισημάνει την κρισιμότητα της προσπάθειας για τη μείωση των κόκκινων δανείων, τα οποία πραγματικά αποτελούν τον καρκίνο που τρώει «τις σάρκες» των τραπεζών.
Προκάλεσε όμως ανησυχία σε μια περίοδο που η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών δεν αμφισβητείται. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί επίσης ότι σήκωσε πολύ ψηλά το θέμα αυτό για να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις από ενδεχόμενο σημαντικό ψαλίδισμα των ορίων προστασίας του νόμου Κατσέλη.
Όπως και να έχει πάντως, αυτή την ώρα χρειάζεται να μην χαθεί άλλος χρόνος για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Νομίζω ότι η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ρεαλιστική και μπορεί να φέρει εμπροσθοβαρή αποτελέσματα, χωρίς να διαταράξει την κεφαλαιακή επάρκεια και κυρίως τη βιωσιμότητα των τραπεζών.
Πιστεύετε ότι η κυβέρνηση θα επιχειρήσει η τελική ρύθμιση για τα κόκκινα δάνεια να υπαγορεύεται από ψηφοθηρικές σκοπιμότητες;
Ελπίζω ότι τα κόκκινα δάνεια θα μείνουν έξω από προεκλογικές σκοπιμότητες, γιατί ο τρόπος αντιμετώπισης τους είναι εξαιρετικά κρίσιμος και θα κρίνει τη βιωσιμότητα των τραπεζών.
Βέβαια, έχουν κάποια στοιχεία ιδιαιτέρως δελεαστικά για προεκλογική αξιοποίηση. Π.χ. ένα οριζόντιο κούρεμα στα δάνεια του νόμου Κατσέλη ή σε ευρύτερη ομάδα, θα είχε τα χαρακτηριστικά σεισάχθειας και θα ενθουσίαζε πολλούς δανειολήπτες. Ανάλογη ανταπόκριση θα είχε η οποιαδήποτε ελάφρυνση δανειοληπτών και μάλιστα με γενικά κριτήρια, που θα ευνοούσαν έχοντες και μη έχοντες.
Πιστεύω όμως ότι δεν θα συμβεί τίποτε από όλα αυτά λόγω της κρισιμότητας του θέματος, λόγω των περιορισμών που έχουν μπει από τους δανειστές, αλλά και λόγω της άρνησης των τραπεζών να δεχθούν τέτοιες λύσεις που τους προκαλούν ζημίες.
Σχολιάστε μας τις προ ημερών επί τα χείρω προβλέψεις της Κομισιόν για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης (2019-2020)...
Νομίζω ότι όλοι έχουμε καταλάβει πως στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία δεν υπάρχουν στεγανά. Τα προβλήματα μεταφέρονται πολύ γρήγορα από τη μία αγορά στην άλλη και λίγο-πολύ όλες οι επιμέρους οικονομίες επηρεάζονται.
Αυτό συμβαίνει τον τελευταίο καιρό, όπου η αναταραχή που προκάλεσε ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν πρόσκαιρη.
Οι εμπορικές συναλλαγές έχουν ήδη αρχίσει να περιορίζονται, με την προοπτική του προστατευτισμού να ενισχύεται, κυρίως από τους λαϊκιστές, που εξαπατούν τις μάζες υποσχόμενοι μια ανέφικτη ευημερία. Το παγκόσμιο εμπόριο είναι πολύ πιθανό να δεχθεί και άλλα χτυπήματα, κυρίως αν η αναμενόμενη σταδιακή προσγείωση της κινεζικής οικονομίας επαληθευτεί, αν το Brexit ολοκληρωθεί με τη διαφαινόμενη κακή λύση, αν η Ιταλική οικονομία συνεχίσει την αβέβαιη πορεία της και αν οι αναπτυσσόμενες αγορές που αντιμετωπίζουν σήμερα σημαντικά προβλήματα δεν καταφέρουν να ισορροπήσουν.
Όλες αυτές οι καταστάσεις και οι διαφαινόμενες εξελίξεις επηρεάζουν ήδη αρνητικά ακόμη και τις ισχυρές οικονομίες (ιδιαίτερα τις εξαγωγικές), όπως η Γερμανία, η Ολλανδία κλπ.
Η Κομισιόν απλά επιβεβαιώνει αυτό που περιμέναμε και μας πληροφορεί ότι η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας θα περιορισθεί.
Θα λέγατε ότι στην Ελλάδα έχουμε υποτιμήσει τον κίνδυνο από μια πιθανή παγκόσμια ύφεση;
Καταρχήν θα πρέπει να πούμε ότι αυτά τα προβλήματα που εκτιμάται ότι θα αντιμετωπίσει η ευρωπαϊκή οικονομία, θα επηρεάσουν αρνητικά το κλίμα στις κεφαλαιαγορές, κάνοντας δυσκολότερη και ακριβότερη την άντληση κεφαλαίων από αυτές. Αυτή η εξέλιξη είναι προφανώς αρνητική για εμάς, σε μια περίοδο που είμαστε αναγκασμένοι να αντλήσουμε σημαντικά ποσά για να αναχρηματοδοτήσουμε το χρέος μας.
Πιο άμεσες όμως θα είναι οι αρνητικές επιπτώσεις στις εξαγωγές μας, μεγάλο ποσοστό των οποίων κατευθύνεται στις χώρες της ΕΕ (π.χ. Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία). Επίσης στον τουρισμό, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των τουριστών που επισκέπτονται τη Χώρα μας προέρχονται από την ΕΕ (12 από τις κορυφαίες 15 χώρες προέλευσης). Δεν υπάρχει αμφιβολία, επομένως, ότι η κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης των χωρών αυτών θα επηρεάσει αρνητικά τόσο τις εξαγωγές όσο και τον τουρισμό.
Ακόμη χειρότερα, οι δύο πιο πάνω τομείς της οικονομίας μας θα έχουν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό της Τουρκίας, η οποία πλέον πουλά τις υπηρεσίες και τα προϊόντα της φθηνότερα μέχρι και 40% λόγω της μεγάλης υποτίμησης του νομίσματος της. Με άλλα λόγια, την ώρα που η ζήτηση περιορίζεται, η προσφορά αυξάνεται και μάλιστα με δυσμενείς για εμάς όρους ανταγωνισμού.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είμαστε «από χέρι χαμένοι». Οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις μπορούν ακόμη να παράγουν αρκετά φθηνά λόγω (δυστυχώς) της κατάρρευσης της αμοιβής της εργασίας. Επίσης, η Ελλάδα αποτελεί πάντοτε έναν ελκυστικό τουριστικό προορισμό. Όμως, όλα αυτά αποτελούν προσωρινά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
Η μόνη κοινωνικά δίκαιη λύση, που αντέχει στον χρόνο, είναι οι νέες παραγωγικές επενδύσεις. Χρειαζόμαστε ένα σοκ επενδύσεων, που θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα μας μέσω του εκσυγχρονισμού της οικονομίας μας.