Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε το «πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης», όπως το βάφτισε, η ελπίδα όλων των πολιτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ότι θα οδηγούσε στην ανακούφιση των προβλημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην έξοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την κρίση. Όμως πολύ σύντομα διεφάνη ότι τα κολοσσιαία ποσά της «Ποσοτικής Χαλάρωσης» δεν οδηγούν στην «καταπολέμηση της κρίσης», στην ανάπτυξη, ή την ελάφρυνση περιφερειακών ανισοτήτων, αλλά σε ένα καλάθι που κανένας δεν πίστευε ότι θα πηγαίνουν: στη βαθιά τσέπη των γερμανικών ιδρυμάτων!
Ακόμη χειρότερα, απεδείχθη ότι η τσέπη αυτή δεν είναι απλά βαθιά, αλλά γεμάτη από τρύπες που φαίνεται να μην κλείνουν. Το χειρότερο είναι ότι οι αξίες των τίτλων που αγοράζει η ΕΚΤ όχι απλά δεν αποτελούν «υποτιμημένους τίτλους» που στη συνέχεια θα πουληθούν, αλλά αντίθετα αποτελούν ένα ατέλειωτο πηγάδι όπου πετιούνται, κυριολεκτικά, τα έντιμα χρήματα των φορολογουμένων.
Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης, ξεκίνησε την αγορά Asset-Backed Securities και Καλυμένων Ομολόγων για να επεκταθεί στο «Πρόγραμμα Αγορών Τίτλων Δημοσίου» (Public Sector Purchase Programme, γνωστό ως PSPP), το οποίο ξεκίνησε στις 22 Ιανουαρίου 2015 με υποτίθεται σκοπό την παροχή ρευστότητας για την ενίσχυση αδύναμων οικονομιών που πλήττονται από την κρίση, οδηγώντας στην αγορά τίτλων - σαβούρας από τράπεζες όπως τη Γερμανική Τράπεζα Βόρειας Ρηνανίας Βεσφαλίας (NRW Bank), τη Λαϊκή Τράπεζα Βάδης Βιτεμβέργης (Landeskreditbank Baden-Wurttemberg Foerderbank), την Kreditanstalt fur Wiederaufbau, γνωστή και ως KfW μια γερμανική τραπεζα στεγαστικων και επενδυτικών δανείων της Φρανκφούρτης, τη γερμανική Landwirtschaftliche Rentenbank, που χρηματοδοτεί τις επιχειρήσεις του τομέα τροφίμων όλης της Γερμανίας, δύο γαλλικές τράπεζες και μια ισπανική, ενώ στη συνέχεια επεκτάθηκε σε αγορές τίτλων - σαβούρας από τράπεζες και άλλων χωρών όπως Ολλανδίας και Ιταλίας, εξαιρώντας φυσικά την Ελλάδα και γενικώς τις χώρες που όντως είχαν πρόβλημα. Εν ολίγοις, τα χρήματα των φορολογουμένων κατευθύνθηκαν στις τσέπες κυρίως των ίδιων των γερμανικών, και δευτερευόντως των γαλλικών και ολλανδικών, τραπεζών, δηλαδή των ισχυρότερων οικονομιών, ενώ αποκλείστηκε η αγορά χρέους χωρών με πρόβλημα, ενώ, παγκοσμίως, η έννοια της «Ποσοτικής Χαλάρωσης» αφορά αγορά σε υποτιμημένους τίτλους όπου δεν υπάρχει ρευστότητα.
Ορίστηκε ότι οι θα αγοράζονταν και τίτλοι που έχουν αρνητικά επιτόκια στην αγορά, δηλαδή βρίσκονται πάνω από την αρχική τιμή έκδοσης! Δηλαδή υπερτιμημένοι τίτλοι! Με σκοπό καθαρά την αγορά των γερμανικών τίτλων και την παραπέρα (!) υπερτίμησή τους. Δηλαδή το ΠΠΧ, από υποτίθεται όργανο παροχής ρευστότητας στην Ευρωζώνη, έγινε εργαλείο κερδοσκοπίας και υπερτίμησης ήδη ακριβών (γερμανικών και άλλων) τίτλων! Τον Δεκέμβριο του 2015, μάλιστα, δέχτηκαν να αγοράζουν όχι μόνο τίτλους με επιτόκια μείον 0,2 τοις εκατό, αλλά το επέκτειναν σε μείον 0,3 τοις εκατό. Πράγματι, κάθε μήνα, 15 από τα 42 δισ. ευρώ τίτλων χρέους που αγοράζονται με το πρόγραμμα αφορούν όχι ελληνικούς, πορτογαλικούς ή… ιρλανδικούς τίτλους, αλλά… γερμανικούς τίτλους! Κανιβαλλίζονται εν ολίγοις τα λεφτά των φορολογουμένων, κυρίως στην αγορά υπερτιμημένων γερμανικών κρατικών τίτλων και χρέους –σαβούρας γερμανικών τραπεζών, ενώ επίσης αποφασίζεται πλέον η επιτάχυνση του προγράμματος! Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό το πρόγραμμα οδηγεί σε κατασπατάληση των χρημάτων σε ακριβούς τίτλους. Ακόμη χειρότερα όμως, φαίνεται ότι θα οδηγήσει άμεσα σε αρκετά μεγάλες απώλειες χρημάτων τους Ευρωπαίους φορολογουμένους. Καθώς αφενός τα επιτόκια στις ΗΠΑ αυξάνουν, λόγω ανάπτυξης της αμερικάνικης οικονομίας, αφετέρου οι κίνδυνοι στην Ε.Ε. για χρεοκοπίες τραπεζών και ύφεση χωρών αυξάνουν, αυτό οδηγεί μοιραία σε αύξηση ρίσκου και πτώση τιμής τίτλων όπως γερμανικών ομολόγων στην Αγορά. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι χτες κιόλας η κορυφαία επενδυτική τράπεζα HSBC αποφάσισε τη μείωση θέσεων σε 7ετη ως 10ετη ομόλογα του γερμανικού κράτους από έξι τους εκατό (6%) σε μηδέν τοις εκατό, προειδοποιώντας για τους μεγάλους κινδύνους! Είναι ευνόητο ότι θα οδηγήσει σε μεγάλη απώλεια τιμής και ανάλογες κινήσεις και από άλλες τράπεζες. Και η ερώτηση πλέον που προκύπτει είναι ποιος θα πληρώσει πλέον τον λογαριασμό από τις χασούρες των ανόητων αγορών της γερμανοκρατούμενης ΕΚΤ, καθώς έχει αγοράσει γερμανικούς τίτλους με υπερτιμημένες τιμές και θα υποχρεωθεί να υποστεί μείωση αξίας. Θα πληρώσει τον λογαριασμό ο κύριος Σόιμπλε, ή όλοι εμείς οι Ευρωπαίοι και Έλληνες φορολογούμενοι;
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.