Επεισόδια, επιθέσεις σε πολιτικούς, δημοσιογράφους κι άλλα δημόσια πρόσωπα, φθορές και στοχοποιήσεις σε πανεπιστήμια, πυροβολισμοί. Ένα νέος κύκλος βίας φαίνεται να έχει ήδη ξεκινήσει στην Ελλάδα.
Η Μαίρη Μπόση βλέπει ότι κατά την πανδημία αυξάνονται τα μέλη σε οργανώσεις και «ομάδες», τονίζοντας πως «όταν αυξάνονται τα μέλη, τότε ο έλεγχος χάνεται». Επισημαίνοντας ότι «η δυσκολία ελέγχου σημαίνει ότι κάποιοι εξ’ αυτών μπορεί να περάσουν σε μια πιο ενεργή δράση, την ένοπλη».
Η καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς διαπιστώνει ότι πλέον στις οργανώσεις βίας εντάσσονται πλέον περισσότερες γυναίκες, ενώ ότι οι επιθέσεις σε σπίτια επωνύμων με τρικάκια και μπογιές είναι «βία χαμηλής έντασης» που έχει στόχο τον εκφοβισμό, την παρουσία και την επίδειξη ότι έχει καταγράψει την δράση των ατόμων που επεμβαίνει.
Για τον Ρουβίκωνα δηλώνει ότι «η συγκεκριμένη ομάδα επιθυμεί να έχει ένα έρεισμα, ένα αντίκρισμα, που θα μπορεί να στρατολογεί νέα μέλη. Εδώ είναι ένα ζήτημα ιδιαίτερο και θέλει μεγάλη προσοχή από αυτούς που σκέφτονται με τέτοιον τρόπο. Διότι όπως είπα όταν ανοίγουν οι οργανώσεις, δύσκολα ελέγχονται. Η παρείσφρυση ακραίων στοιχείων είναι πολύ πιθανή».
Σχετικά με την υπόθεση Κουφοντίνα εκτιμά ότι το θέμα των αντιδράσεων δεν έχει λήξει μετά τον τερματισμό της απεργίας πείνας, ενώ δίνει την εικόνα του παγκόσμιου χάρτη της πολιτικής βίας με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο.
Συνέντευξη στον Βασίλη Γαλούπη
- Σε σχεδόν καθημερινή βάση το τελευταίο διάστημα υπάρχουν περιστατικά βίας. Επεισόδια, επιθέσεις, πυροβολισμοί. Έχουν καταγραφεί περισσότερες από 400 επιθέσεις από την αρχή του έτους. Υπάρχει κάτι που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα; Μια έξαρση της βίας;
«Είναι γεγονός αυτό που λέτε. Έχουμε μια καθημερινή αύξηση περιστατικών, σε συχνότητα και πυκνότητα. Βέβαια, σε όλα αυτά το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να βάλουμε το ερώτημα. Ποια είναι τα αίτια, ποια είναι τα κίνητρα και οι αφορμές; Κι εν τέλει ποια είναι τα αποτελέσματα; Το σκεπτικό είναι από πού ξεκινάνε όλα αυτά.
Μελετώντας τη βία έχω δει ότι τα αίτια που την προκαλούν διαχρονικά και ειδικά στην παρούσα φάση, μάλιστα έτσι όπως αυτά καταγράφονται κι από τους ίδιους τους δρώντες, είναι πολιτικά, κοινωνικά, υγειονομικά σε σχέση με την πανδημία που είναι το μέγα νέο ζήτημα, οικονομικά αδιέξοδα και συχνά πυκνά τα προβλήματα της παιδείας. Δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με μια κατά πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα με πάρα πολλά διαφορετικές αλλά και συνδεόμενες ταυτόχρονα αιτίες».
- Πού οφείλεται αυτή η κινητικότητα;
«Θα έλεγα ότι αυτού του είδους η κινητικότητα και η όξυνση κατά διαστήματα έχει και ορισμένα κοινά στοιχεία: Κατ’ αρχήν, τα κοινά στοιχεία, κάτι που παρακολουθούμε εδώ και χρόνια αλλά το βλέπουμε ότι τώρα αρχίζει και μπαίνει σε μια όξυνση, είναι η χρήση των κοινωνικών μέσων.
Η αμεσότητα, δηλαδή, αυτού του είδους της κινητικότητας, διότι έχει αποδέκτες άτομα που κινούνται στον ίδιο χώρο. Εδώ παρατηρούμε κάτι άλλο. Ότι το μεγάλο ποσοστό των πολιτών είναι αδιάφορο. Είναι παρατηρητές. Είναι αποδέκτες μεν, αλλά μη συμμετέχοντες.
Το άλλο που έχουμε να πούμε είναι ότι τα άτομα τα οποία εμπλέκονται σε αυτές τις «κινητοποιήσεις» έχουν πλήρη γνώση ότι θα κινητοποιηθούν και οι Αρχές. Εδώ, λοιπόν, παρατηρώ αυτό που λέμε «συμβιωτική σχέση».
Δηλαδή, η συμβιωτική σχέση με τις Αρχές. Είναι μια ορολογία διεθνής, που σημαίνει ότι από τη μια πλευρά υπάρχει κινητικότητα αυτών των ατόμων εν γνώσει ότι θα κινηθοποιηθούν οι Αρχές κι από την άλλη ότι οι Αρχές γνωρίζουν πως θα κινητοποιηθούν αυτά τα άτομα και ξέρουν επίσης ότι θα κινητοποιηθούν και οι ίδιες».
- Για τι είδους βία μιλάμε;
«Τα περιστατικά που συμβαίνουν είναι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, ήπια. Δηλαδή, βία χαμηλής έντασης. Αυτά τα ήπια περιστατικά είναι είτε από ομάδες, είτε από οργανώσεις, είτε από συμμετέχοντα άτομα. Στα συμμετέχοντα άτομα παρατηρώ τα τελευταία χρόνια μια πολύ μεγάλη συμμετοχή γυναικών, που δεν την είχαμε στο παρελθόν. Και παρατηρώ ότι όχι μόνο συμμετέχουν ενεργά, αλλά πολλές φορές βλέπω ότι φαίνονται ή επιθυμούν να φαίνονται στο χώρο με τη «συγγραφική» δυναμική. Δηλαδή αναλαμβάνουν την ευθύνη. Βγαίνουν και λένε «εμείς το κάναμε».
- Τι σημαίνει αυτή η αυξημένη συμμετοχή γυναικών σε τέτοιες ομάδες ή οργανώσεις;
«Σημαίνει ότι πλέον περνάμε σε μια καινούργια φάση κινητικότητας αυτών των ομάδων. Και, βέβαια, ότι μέσα στον 21ο αιώνα που είμαστε πια αρχίζει μια μορφή απελευθέρωσης, αν το θέλετε, των γυναικών.
Όμως, αυτή η συγκεκριμένη απελευθέρωση θα είναι λανθασμένη; Κι εντάσσεται σε έναν χώρο όπου η γυναίκα πρέπει να αποδείξει κι εκεί τη δυναμική της ισότιμα με το άρρεν φύλο; Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό το νέο στοιχείο και το βλέπω όχι μόνο στη δράση αυτού του τύπου ομάδων και οργανώσεων ήπιας βίας, αλλά και στη δράση οργανώσεων ένοπλης βίας. Γι’ αυτό και το ανέφερα».
- Η πανδημία τι ρόλο μπορεί να παίξει;
«Ένα ακόμα στοιχείο προκύπτει από την πανδημία, αφού υπάρχει μια παγκόσμια κινητικότητα. Βλέπω αύξηση μελών στις οργανώσεις και τις ομάδες αυτές, που συμμετέχουν αντιδρώντας κατά του κράτους και των αποφάσεών του. Αυτή η αύξηση των μελών έχει κι ένα ιδιαίτερο σημείο. Ποιο είναι αυτό; Όταν αυξάνονται τα μέλη στις οργανώσεις αυτές, δεν ελέγχονται! Ή ελέγχονται πάρα πολύ δύσκολα. Υπάρχει ένας έλεγχος αρχικά, αλλά χάνεται στην πορεία».
- Έλεγχος από τις ίδιες τις ομάδες εννοείτε;
«Βεβαίως. Το βάζω πολύ γενικά αλλά ισχύει σαφέστατα. Η δυσκολία ελέγχου σημαίνει ότι κάποιοι εξ’ αυτών μπορεί να περάσουν σε μια πιο ενεργή δράση. Ένοπλη εννοώ».
- Βλέπετε τέτοιον κίνδυνο;
«Βεβαίως και βλέπω τέτοιον κίνδυνο. Κι εδώ μπαίνει μια σειρά από άλλες έννοιες που πρέπει να επιφυλαχθούμε σ’ αυτή τη φάση».
- Τι είδους βία είναι τα τρικάκια και οι μπογιές έξω από σπίτια επωνύμων;
«Βία χαμηλής έντασης, την λέμε. Η τρομοκρατία έχει να κάνει με τα όπλα».
- Αυτού του είδους η χαμηλής έντασης βία, τι στόχο έχει;
«Να εκφοβίσει. Να δώσει παρουσία. Να δείξει ότι έχει καταγράψει την δράση των ατόμων που επεμβαίνει. Ο Ρουβίκωνας, για παράδειγμα, δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση. Ανήκει στις οργανώσεις χαμηλής έντασης.
Για να μπει στην τρομοκρατία θα πρέπει να πάρει τα όπλα. Κάτι το οποίο μέσα από τα γραπτά του μηνύματα έχει αφήσει να εννοηθεί. Ότι, δηλαδή, μπορεί να αναβαθμίσει τη δράση του. Αναβάθμιση δράσης σημαίνει ότι πάω παρακάτω, ότι γίνεται πολύ πιο έντονη η παρουσία μου στο χώρο. Σημαίνει όπλα. Αυτό βλέπω ότι τόσο καιρό τώρα δεν το έχει κάνει.
Δεν είναι άγνωστοι, άλλωστε. Δεν έχουν κρυφτεί ποτέ. Η συγκεκριμένη ομάδα επιθυμεί να έχει ένα έρεισμα, ένα αντίκρισμα, που θα μπορεί να στρατολογεί νέα μέλη. Εδώ είναι ένα ζήτημα ιδιαίτερο και θέλει μεγάλη προσοχή από αυτούς που σκέφτονται με τέτοιον τρόπο. Διότι όπως είπα όταν ανοίγουν οι οργανώσεις, δύσκολα ελέγχονται. Η παρείσφρυση ακραίων στοιχείων είναι πολύ πιθανή».
- Οι πορείες και γενικότερα οι αντιδράσεις για το θέμα Κουφοντίνα βλέπουμε ότι τώρα έχουν περιοριστεί μετά τη λήξη της απεργίας πείνας. Έχει τελειώσει αυτό το θέμα ή θα υπάρξει και συνέχεια των αντιδράσεων μελλοντικά;
«Όχι, δεν έχει λήξει καθόλου το θέμα. Το θέμα κάκιστα άνοιξε και δυστυχώς όχι, δεν έκλεισε. Θα υπάρξει συνέχεια. Οτιδήποτε πει ή δεν πει, κάνει ή δεν κάνει, θα πάρει δημοσιότητα, θα πάρει διαστάσεις λανθασμένες. Κακώς ασχολήθηκαν όλοι μ’ αυτό το θέμα».
- Για ποιο λόγο το λέτε αυτό;
«Νομίζω ότι δεν ήταν ένα θέμα που θα όφειλε να πάρει αυτή τη διάσταση. Το αποτέλεσμα αυτής της ιστορίας, μάς επιτρέπει να κρίνουμε και να πούμε αυτό που είπα.
Στην αρχή όταν βγήκα και μίλησα σε εσάς, είχα πει ότι διαφωνούσα με τη λογική αυτή, διότι διαφωνούσα και με το ίδιο το κράτος. Θα έπρεπε αυτές οι αποφάσεις να είχαν παρθεί στη βουλή από την αρχή της υπόθεσης Κουφοντίνα, όχι κατόπιν εορτής. Διότι στα θέματα τρομοκρατίας ένα κράτος προλαβαίνει, δεν έρχεται μετά».
- Η σύνδεση κοινού ποινικού εγκλήματος και τρομοκρατίας υφίσταται;
«Οι απαντήσεις έχουν δοθεί στη δημοσιότητα μέσα από γραπτά των οργανώσεων τρομοκρατίας και των βαρυποινιτών».
- Αυτή η σύνδεση συνεχίζεται και θα συνεχιστεί;
«Βεβαίως. Συνεχίζεται και θα συνεχιστεί. Έχουμε ήδη την κινητικότητα απ’ ό,τι βλέπω από τις Αρχές είτε όταν συλλαμβάνονται, είτε όταν οι Αρχές ανακαλύπτουν τις ποσότητες των οπλικών συστημάτων που έχουν στα χέρια τους όσοι κινούνται στον χώρο της λεγόμενης τρομοκρατίας, των οργανώσεων βίας.
Αυτή η ποσότητα δεν δικαιολογείται με κανέναν άλλον τρόπο πλην αυτών που μας έχουν δώσει στη δημοσιότητα για τις σχέσεις μεταξύ ποινικών και οργανώσεων βίας. Για την πολιτική βία, είτε ακροαριστερή, είτε ακροδεξιά, είτε ισλαμιστικού εξτρεμισμού, παίρνουμε στοιχεία πανευρωπαϊκά μέσω Europol και παγκόσμια μέσω του FBI. Και βλέπουμε ότι το έγκλημα και το πολιτικό κομμάτι της βίας συνεργάζονται. Και θα συνεχίσουν να συνεργάζονται».
- Και κάτι τελευταίο. Αυτή τη στιγμή σε ποιες χώρες της Ευρώπης υπάρχει η «κλασική» τρομοκρατία, τύπου 17Ν;
«Δεν θα βρείτε εύκολα, διότι έχει μεταλλαχθεί η τρομοκρατία. Έχει αλλάξει πάρα πολύ. Έχει ξεφύγει από το σκεπτικό της ιδεολογικής ομπρέλας τρομοκρατίας της δεκαετίας ’70, ’80 κι έχει περάσει σε μια νέα μορφή: Των αντικαθεστωτικών, αναρχικών, αυτών που ζητούν διαχωρισμό από το κράτος, όπως π.χ. οι Καταλανοί.
Οι τρεις χώρες που έχουν περισσότερα περιστατικά στη λεγόμενη ακροαριστερής προέλευσης βία είναι η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα, όπως και – εκτός Ευρώπης - οι ΗΠΑ. Στην Αμερική, μάλιστα, είναι και ακροαριστερής και ακροδεξιάς μορφής. Και πολύ έντονα, μάλιστα. Στον βορρά της Ευρώπης υπάρχει πολλή ακροδεξιά τρομοκρατία. Όπως, βέβαια, και η ισλαμιστική τρομοκρατία, ιδίως απ’ όσους πήγαν να πολεμήσουν με τον ISIS κι επέστρεψαν στην Ευρώπη».
- Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αυτού του είδους η βία είναι σε έξαρση;
«Το 2018 και το 2019 είχαμε μεγαλύτερη κινητικότητα. Στην πρώτη φάση της πανδημίας παρατηρήθηκε μια ύφεση, αλλά τώρα πλέον λόγω της κρίσης του κορονοϊού παρατηρούμε αύξηση. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες. Παντού κι όχι μόνο στην Ευρώπη. Και στις ΗΠΑ και στην Ρωσία.
Η πανδημία έδωσε μια ώθηση σε άλλα χαρακτηριστικά της βίας. Βλέπουμε πολλαπλών ιδιοτήτων βία να βγαίνει στην επιφάνεια. Και θα έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε και τα στοιχεία άλλων κρατών στη συνέχεια. Η πανδημία έδωσε ώθηση σε κύματα πολιτικής βίας, που προϋπήρχαν, δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά. Λόγω πανδημίας ήρθαν στην επιφάνεια και τουλάχιστον ως τώρα αυξάνονται. Παγκόσμια, όχι μόνο στην Ελλάδα. Είναι παγκόσμιο το φαινόμενο».
* Η Μαίρη Μπόση είναι καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς