Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μικρός, μου άρεσε να πηγαίνω σινεμά στην πρώτη προβολή. Όταν δεν είχε κόσμο. Εκεί, γύρω στις 5 ή στις 6, ανάλογα την αίθουσα. Δεδομένου μάλιστα ότι συχνά πήγαινα σε έργα «του ποιοτικού», ο κόσμος ήταν αισθητά λιγότερος από ό,τι στο σαλόνι σου μια μέρα που μαζεύεστε φίλοι για να δείτε μπάλα. Καμιά φορά, αν δεν ήσουν απολύτως μόνος, ήσασταν δύο στην προβολή. Ένας εδώ, κι ένας απ' την πέρα μεριά.
Έχει πολλά καλά η πρώτη προβολή. Πρώτα-πρώτα, έχεις την αίσθηση ότι όλη η αίθουσα σου ανήκει. Και μιλάμε πάντα για μια αίθουσα που, όσο παλιά και αν είναι, έχει αρχοντιά και χάρη: έχει βελούδο, χρυσαφιές απλίκες, μια βαριά κουρτίνα που, αν είσαι τυχερός, θα την πετύχεις κλειστή, και θα ανοίξει μόνο για σένα, έχει ψηλό ταβάνι, ωραία πόστερ στους τοίχους — τέτοια. Έπειτα, ποτέ δεν πρόκειται να κάτσει μπροστά σου ο Κόμπι Μπράιαντ, ή κάποιος άλλος θηριώδης τύπος. Κι αν τυχόν το κάνει, θα είναι από καθαρή απροσεξία, επειδή μπήκε αργά, όταν έσβησαν τα φώτα, και απλώς σημάδεψε τον κεντρικό άξονα —όπως άλλωστε έκανες κι εσύ— και την 7η ή 8η σειρά, τις καλές δηλαδή, για να έχει την καλύτερη δυνατή εμπειρία. Στην περίπτωση αυτή, του λες ευγενικά να κάνει δυο καρέκλες παρέκει? ή απλώς μετατοπίζεσαι κατά μία καρέκλα εσύ. Δεν χάλασε δα και ο κόσμος.
Στην πρώτη προβολή, εκεί γύρω στις 5 ή στις 6, ανάλογα την αίθουσα, κανείς δεν μασάει πατατάκια και ποπ-κορν. Κανείς δεν γελά από αμηχανία στις «περίεργες» σκηνές. Κανείς δεν χαζεύει στο κινητό του, μαγνητίζοντας το βλέμμα σου στη φωτεινή του οθόνη και τυφλώνοντάς σε. Κανείς δεν κάνει οτιδήποτε άλλο από το να βλέπει και να σκέφτεται την ταινία. Αυτό μόνο.
Στο διάλειμμα τώρα —γιατί τότε βέβαια έκανε διάλειμμα— μαζεύεστε όλοι στο φουαγιέ, δίπλα από το ψυγείο και τον πάγκο του κυλικείου, σε ένα χαλαρό πηγαδάκι. Σαν φίλοι που τα 'χετε πει όλα, και τώρα απολαμβάνετε τη σιωπή. Μπορεί όμως και να μιλήσετε με κάποιον. Με λίγες λέξεις. Συνεννοείστε με τα μάτια, άλλωστε, κι ας τα 'χετε κατεβασμένα. Καπνίζετε παρέα, με σκοτεινιασμένο βλέμμα— γιατί τότε βέβαια καπνίζατε στο σινεμά, μπορεί και δύο τσιγάρα αν ήταν μεγάλο το διάλειμμα, ή αν ρουφούσατε τον καπνό με πάθος? αναλόγως την ταινία.
Και βέβαια —άλλο πλεονέκτημα της πρώτης προβολής— η νύχτα, ή μάλλον η μέρα, είναι ακόμη στην αρχή της όταν πέφτουν τα γράμματα. Εκεί που η τελευταία προβολή σε βγάζει άγρια μεσάνυχτα στον δρόμο και νιώθεις ενοχές και πως πρέπει να τρέξεις στο σπίτι σου να κοιμηθείς γιατί αύριο σε περιμένει μια ακόμη δύσκολη μέρα, αντιθέτως, όταν βγαίνεις στις 6 ή στις 7 από τον κινηματογράφο, μπροστά σου ανοίγονται άπειρες δυνατότητες. Σχεδόν δεν έχουν σχολάσει ακόμη οι πρωινοί από τη δουλειά τους. Έχεις κερδίσει ένα απόγευμα. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από τη ζωή του;…
Αυτά, παλιά. Όπως στον κινηματογράφο, όπου μπορείς να δεις τη ζωή ενός ανθρώπου —και εννοούμε: όλη του τη ζωή— να περνά μέσα σε δυο ώρες όλες κι όλες, έτσι και στη δική σου ζωή όλα αλλάζουν. Και η διάρκεια μέσα στην οποία άλλαξαν όλα σού μοιάζει πια δυο ώρες όλες κι όλες αν κάτσεις να το καλοσκεφτείς — κι ας ήταν όλη σου η ζωή. Και αλλάζεις βέβαια κι εσύ. Εννοείται αυτό. Και αλλάζει και ο κινηματογράφος. Και, ακόμη και αν υπάρχουν ακόμη δυο-τρεις τέτοιες αίθουσες, σαν εκείνες που προτιμούσες τότε —γιατί εσύ δεν πας στα multiplex—, έχει αλλάξει η ίδια η ζωή.
Σήμερα, όχι. Σήμερα δεν πηγαίνω στην πρώτη προβολή. Όχι πια. Σήμερα, και για την ακρίβεια εδώ και χρόνια, πολλά χρόνια, προσπαθώ να εξοικονομήσω κάθε ώρα της ημέρας για να δουλέψω. Όταν σκαλώνω κάπου, και δεν βγαίνει η δουλειά, αισθάνομαι άθλια. Γιατί ο χρόνος είναι συγκεκριμένος, δεδομένος, το έργο που πρέπει να παραχθεί δεν χωρά μέσα του, κι όταν χάνεται μισή ή μία ώρα, ξέρω πως δεν θα τις ξαναβρώ ποτέ πια. Όπως ποτέ πια δεν θα ξαναβγώ στον δρόμο, από την πίσω πόρτα, μετά το πέρας της πρώτης προβολής, ενώ μπροστά μου θα ανοίγονται άπειρες δυνατότητες.
Σήμερα, όχι: σήμερα απλώς θα δω μια ταινία στο Netflix, έχοντας ταυτόχρονα κι ένα βιβλίο ανοιγμένο στα πόδια μου, για να ρίχνω κλεφτές ματιές όταν η ταινία πλατειάζει. Και μπορεί και να με πάρει και ο ύπνος κάποια στιγμή.
Τώρα, γιατί τα λέω όλα αυτά. Τα λέω με αφορμή (πάλι) την κουβέντα με ένα φίλο, χθες βράδυ αργά, στα μηνύματα του Facebook. Μιλούσαμε για τα παλιά. Και για το πώς έχει αλλάξει η ζωή μας — ή μάλλον, όχι μόνο η δική μας ζωή, αλλά η ζωή γενικώς. Τι απαιτήσεις έχει. Πόσο πίσω βρισκόμαστε διαρκώς όλοι (και πόσο ολοένα και πιο πίσω μένουμε) σε σχέση με τον όγκο, και μόνο, των πληροφοριών που παράγονται και διακινούνται — άσε δε την οικονομία, τον ανταγωνισμό και όλα τα άλλα. Και πώς κάποιοι (του είπα εγώ) θέλουν μέσα στην αφέλειά τους να μας πείσουν ότι δεν θα πάθουμε δα και τίποτε αν ξαναγυρίσουμε στα παλιά. «Μην είσαι βλάκας», μου έγραψε ο φίλος μου. «Ούτε οι ίδιοι τα πιστεύουν αυτά. Δεν είναι αφελείς, αλλά ψάχνουν για τέτοιους. Αυτοί ποτέ δεν πήγαιναν σινεμά στην πρώτη προβολή. Θα τους είχαμε δει».