«Δεν γράφω κάθε μέρα, γράφω όταν έρθει η στιγμή. Απλώς καθημερινά σχεδιάζω ή επανέρχομαι σε παλιότερα κείμενα σαν να λέμε 'δουλειές του σπιτιού'. Όμως η περίοδος της πρώτης γραφής είναι μια συγκρατημένη, σιωπηρή περίοδος που την σέβονται και οι φίλοι μου.»
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, μιλώντας στο Liberal.gr θα μας πει: «Φέτος κλείνω τριάντα χρόνια με τα βιβλία μου και θα ήθελα να κυλήσει η χρονιά με απολογισμούς και αυτοσυγκέντρωση. Να είμαστε καλά, να γράφουμε και να διαβάζουμε.» Και θα μας εμπιστευτεί όλα τα μυστικά της γραφής: ήρωες, ιστορίες, συγγραφείς, λογοτεχνικές εμμονές: «Με απασχολούν οι άνθρωποι με τις ιδιαιτερότητές τους, τις εμμονές, τις αγάπες τους. Με ενδιαφέρει ο άλλος, ο ξένος, ο διαφορετικός, ο κρυφός μας εαυτός.»
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κύριε Γρηγοριάδη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Συνήθως γράφω στο γραφείο μου, δηλαδή στο σπίτι, τις πρωινές ώρες. Τα τελευταία χρόνια έχω φιλοξενηθεί και σε σπίτια συγγραφέων στο εξωτερικό όπου μπορείς να γράφεις συνεχώς γιατί υπάρχει μια σχετική απομόνωση. Πριν ξεκινήσω το γράψιμο δεν ανοίγω ποτέ αλληλογραφία ούτε ενημερωτικές σελίδες στο διαδίκτυο. Οποιαδήποτε άσχετη πληροφορία μπορεί να μου αποσπάσει την προσοχή. Δίπλα μου μια κούπα καφές.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Για κάθε μυθιστόρημα κρατάω πάντα ένα ειδικό σημειωματάριο, γεμάτο σκέψεις, σχεδιαγράμματα, σκίτσα, ένας είδος ημερολογίου του κειμένου που θα προκύψει. Για τα διηγήματα υπάρχουν τα αντίστοιχα σημειωματάρια όπου καταγράφονται οι ιδέες και πώς εξελίσσονται. Πολλές φορές γράφω την αρχή μιας ιστορίας, δυο τρεις σελίδες, ποτέ το τέλος. Δεν γράφω ποτέ ξεκινώντας από μια ιδέα ή μια ωραία φράση.
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Το πρώτο μου μυθιστόρημα «Κρυμμένοι άνθρωποι» (1990) και «Τα νερά της χερσονήσου» (1998) γράφτηκαν κάτω από συνθήκες περίεργες, ένα είδος υπέρβασης που δεν μπορώ να την περιγράψω γιατί μπορεί να ακουστεί αλλόκοτη ωστόσο φαίνεται μέσα στη θεματολογία των βιβλίων. Ένα άλλο κείμενο που με δυσκόλεψε ήταν η νουβέλα «Δεύτερη γέννα» (2009) όπου έπρεπε να ταυτιστώ με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιας μάνας. Και εδώ απαιτήθηκε ένα είδος αυτοσυγκέντρωσης και ενδοσκόπησης. Πάντως στα περισσότερα βιβλία περιμένω ένα “συμβάν”, ένα σημάδι για να ξεκινήσω.
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Γράφω πάντα για ανθρώπους και ιστορίες που γνώρισα ή υπέπεσαν στην αντίληψή μου. Το συγγραφικό μου εργαστήριο είναι η προσωπική μου διαδρομή και των προσώπων που έτυχα να συναντήσω. Είχα την τύχη ως αγροτόπαιδο, ως φοιτητής, ως ναύτης στο πολεμικό ναυτικό και ως καθηγητής σε γυμνάσια και λύκεια να γνωρίσω πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες και καταστάσεις. Νιώθω ευλογημένος από την άποψη αυτή. Με απασχολούν οι άνθρωποι με τις ιδιαιτερότητές τους, τις εμμονές, τις αγάπες τους. Με ενδιαφέρει ο άλλος, ο ξένος, ο διαφορετικός, ο κρυφός μας εαυτός.
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Να αρέσει σε μένα ως αναγνώστη κυρίως. Να έχει πάθος, να έχει ψυχή, να μην είναι προσποιητή μα κυρίως να έχει μια αφηγηματικότητα. Στα γραπτά μου αποκρύπτω την λογοτεχνική μου παιδεία, δεν φροντίζω να φαίνομαι διαβασμένος.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Θα πρέπει να έχω κάποια στοιχεία τριβής μαζί του, κοινωνικής ή προσωπικής αλλά και να έχει μια λάμψη εσωτερική, να μπορεί να μεταδώσει μια σύγκρουση με το περιβάλλον, μια διαφορετική πραγματικότητα. Δεν γράφω ποτέ για πράγματα που δεν γνωρίζω.
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Οι ήρωές μου στο «Παρτάλι» (2001), στο «Ο παλαιστής και ο δερβίσης» (2011) και η Έλλη στο «Μυστικό της Έλλης» (2012). Παρενδυτικός το Παρτάλι, ο ερωτικός Τούρκος στον παλαιστή, η μοναχική πενηντάρα Έλλη αποφασισμένη να διεκδικήσει έναν νεότερο άντρα. Γνώρισα αντίστοιχους ανθρώπους, μίλησα μαζί τους, μοιράστηκα τις ιστορίες τους και τις μετέφερα στη μυθοπλασία μου μετά από καιρό. Ποτέ δεν γράφω από ενθουσιασμό, την επόμενη μέρα.
- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Παιδί στο δημοτικό έκλαψα με το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα». Στο γυμνάσιο άρχισα κατευθείαν τους κλασικούς με τον «Δον Κιχώτη» που με τρόμαξε μάλλον-άσε που ήταν και δίτομο. Οι ιστορίες του Στέφαν Τσβάιχ με ταρακούνησαν επίσης πολύ, θυμάμαι εκείνα τα μικρά βιβλιαράκια, μου έφερναν έναν κόσμο αισθησιακό και διαφορετικό από το περιβάλλον ενός χωριού όπου μεγάλωνα.
- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου.
- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιάννης Κοντός, η Μέλπω Αξιώτη, ο Κώστας Ταχτσής, ο Νίκος Πεντζίκης, ο Στρατής Τσίρκας, η Μάρω Δούκα, ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Φράντς Κάφκα, ο Καζούο Ισιγκούρο, ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο Άλαν Χόλινγκχερστ, τα πρώτα μυθιστορήματα της Μάργκαρετ Άτγουντ, οι ανυπέρβλητες ιστορίες του Τσέχωφ, το μεγαλείο του Τολστόι. Ο σπουδαίος Χέρμαν Μέλβιλ.
- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Όταν βρίσκομαι στο πρώτο χέρι, ακούω μουσική μπαρόκ πριν ξεκινήσω. Μετά απόλυτη ησυχία και κλειστά τα τηλέφωνα και τα κοινωνικά δίκτυα. Τα απογεύματα διαβάζω κάτι πιο ήπιο ή διορθώνω. Δεν γράφω κάθε μέρα, γράφω όταν έρθει η στιγμή. Απλώς καθημερινά σχεδιάζω ή επανέρχομαι σε παλιότερα κείμενα σαν να λέμε “δουλειές του σπιτιού”. Όμως η περίοδος της πρώτης γραφής είναι μια συγκρατημένη, σιωπηρή περίοδος που την σέβονται και οι φίλοι μου.
- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Υπάρχει πολύ υλικό αλλά είναι ακόμη αδιαμόρφωτο, μετά την καραντίνα άλλαξαν πολλά. Φέτος κλείνω τριάντα χρόνια με τα βιβλία μου και θα ήθελα να κυλήσει η χρονιά με απολογισμούς και αυτοσυγκέντρωση. Να είμαστε καλά, να γράφουμε και να διαβάζουμε.