Του Θανάση Διαμαντόπουλου*
Αποτελεί κοινό τόπο πως το θετικό επιχειρηματικό κλίμα συμβαδίζει με την πολιτική σταθερότητα, την ομαλή πολιτική ζωή γενικότερα, η οποία προσφέρει στον επιχειρηματικό κόσμο ασφάλεια, εμπιστοσύνη και ένα περιβάλλον σχετικά προβλέψιμο. Άρα η επιχειρηματικότης -ιδιαίτερα η προσέλκυση επενδύσεων- και η αναπτυξιακή δυναμική σε μια χώρα εξαρτώνται πρωτίστως από την πολιτική κατάσταση, δηλαδή την πολιτική ομαλότητα και σταθερότητα. Η δε αναπτυξιακή αξία του θεσμικού υποστρώματος βρίσκεται μόνον στη δυνατότητά του -όχι να διασφαλίσει, αλλά- να διευκολύνει και να ενισχύσει αυτή τη σταθερότητα. Χαρακτηριστικά: Ασφαλώς και δεν είναι τυχαίο πως ο «εφ άπαξ εκδοθείς» -δηλαδή έχων τυπική ισχύ συνταγματικού κειμένου- νόμος του Μαρκεζίνη, ο οποίος διασφάλιζε προνόμια και σταθερότητα νομικού και οικονομικού περιβάλλοντος στους ξένους επενδυτές, ετέθη σε ισχύ το 1953. Η μαζική, όμως, εισροή ξένων κεφαλαίων και επενδυτικών ομίλων στη χώρα μας (πχ Πεσινέ κλπ), που απογείωσαν την οικονομία, ξεκίνησε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν η Ελλάδα είχε πλέον καταγεγραμμένη μια περίπου δεκαετία πολιτικής σταθερότητας και ομαλότητας.
Τούτου δοθέντος, ωστόσο, καμία αμφιβολία δεν μπορεί να υπάρξει πως κατάλληλες θεσμικές ρυθμίσεις της δημόσιας ζωής μπορούν να ενισχύσουν την νομικοπολιτική ασφάλεια του τόπου, άρα και την οικονομική ασφάλεια των επενδυτών, ευχεραίνοντας, ίσως και εκτοξεύοντας, την ανάπτυξη. Και δεν αναφέρομαι μόνον –ούτε καν κυρίως- σε θεσμικές ρυθμίσεις σαν την προαναφερόμενη του Μαρκεζίνη, ευθέως στοχεύουσες στη διασφάλιση των ξένων επενδυτών. Αναφέρομαι πρωτίστως σε καθαρά πολιτικού χαρακτήρα θεσμικές ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να παράσχουν σταθερότητα στον δημόσιο βίο της χώρας. Ειδικότερα και τελείως ενδεικτικά:
Πρώτον. Η πολιτική σταθερότης της πολιτικής ζωής στα κοινοβουλευτικά συστήματα κατ' εξοχήν εξαρτάται από τη συνοχή και την ιδεολογική ομοιογένεια των κοινοβουλευτικών ομάδων των μεγάλων κομμάτων, των λεγόμενων κομμάτων εξουσίας. Από το γεγονός, δηλαδή, πως δεν υπάρχουν στους κόλπους των ομάδων αυτών «υποσυστήματα» ταγμένα στην εξυπηρέτηση ίδιων και διακριτών συμφερόντων, σκοπιμοτήτων, ιδεολογιών, ομάδων ή και ανομολόγητων «αφεντικών». Η ύπαρξη, όμως, τέτοιων οιονεί ανεξάρτητων υποομάδων στο εσωτερικό των –μεγάλων πρωτίστως- κοινοβουλευτικών κομμάτων είναι περίπου αναπόφευκτη, όταν οι βουλευτές εκλέγονται σε πολυεδρικές περιφέρειες (εν προκειμένω: με την έννοια των μη μονοεδρικών). Πράγματι σε μια πενταεδρική ή οκταεδρική ή δεκαεδρική περιφέρεια οι συνδυασμοί των κομμάτων συγκροτούνται με μια πολυσυλλεκτική λογική, με βουλευτές απευθυνόμενους σε ειδικά –συμπληρωματικά μεταξύ τους- εκλογικά ακροατήρια ή υποδεικνυόμενα από διαφορετικά κέντρα, με αποτέλεσμα να προκύπτουν εντός των ιδίων κοινοβουλευτικών ομάδων ομάδες βουλευτών που υπηρετούν «διαφορετικούς αφεντάδες». Αυτό είναι προφανές πως ούτε την πολιτικοκυβερνητική σταθερότητα διευκολύνει ούτε τη συνοχή της δράσης των μεγάλων ιδίως κομμάτων υπηρετεί. Ακριβώς αντίθετα θα ήταν τα πράγματα, εάν η πλειονότης των βουλευτών –δεν λέω το όλον, γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αμιγώς πλειοψηφικό σύστημα, το οποίο δυνητικά μπορεί να παραγάγει πλήθος παρενεργειών- εκλεγόταν χωρίς σταυρό προτίμησης σε μονοεδρικές περιφέρειες. Αυτό και την ενδοκομματική δημοκρατία θα ανέπτυσσε, αλλά και τη συνοχή των κοινοβουλευτικών ομάδων, άρα την πολιτική σταθερότητα του τόπου, θα διασφάλιζε.
Δεύτερον. Τα ολοσχερώς ή περίπου ολοσχερώς αναλογικά συστήματα έχει αποδειχθεί πως οδηγούν σε –ελάχιστα φιλική προς την επιχειρηματικότητα- ακυβερνησία και πολιτική αστάθεια. Από το 1926 παρ' ημίν –με τη εξαίρεση της περιόδου 1947-1949, όπου ουσιαστικά, λόγω Εμφυλίου, κυβερνούσαν οι ξένοι, καθώς και την περίοδο της διακυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, όπου το αθροιστικό εκλογικό ποσοστό του δικομματισμού προσέγγιζε το 90%- η μέση διάρκεια των εξ αναλογικών εκλογών προερχόμενων κυβερνήσεων ήταν περί τους 4 μήνες! Άρα ίσως θα ήταν σκόπιμη η συνταγματική πρόβλεψη ενός ελαχίστου κοινοβουλευτικής υπερεκπροσώπησης των μεγάλων κόμματων. (Ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται ένα τόσο βίαιο –λέω βίαιο, όχι μεγάλο, γιατί εξαιρετικά μεγάλο δεν είναι- πλειοψηφικό bonus στον πρώτο, σαν αυτό που είχαμε τα τελευταία χρόνια).
Τρίτον. Θεωρητικώς θα ήταν δυνατόν να εξετασθεί, ως προς την παραγωγή πολιτικής σταθερότητας και οικονομικοπολιτικής ασφάλειας, ένα εκλογικό σύστημα από αυτά που –υπολογίζοντας και την ιδεολογική γειτνίαση ή την απόσταση μεταξύ των κομμάτων- οδηγούν σε συνεργασίες των ενδοσυστημικών πολιτικών παικτών, οδηγώντας συνακόλουθα σε κοινοβουλευτική υποαντιπροσώπευση των αντσισυστημικών. Πχ σύστημα συγγενών κομμάτων της 4ης γαλλικής Δημοκρατίας, σύστημα μεταφερόμενης ψήφου του ΕΙRΕ, σύστημα διαβαθμισμένης ψήφου κοκ. Αναγνωρίζω, ωστόσο, πως τέτοια συστήματα είναι έξω από την ελληνική πολιτική κουλτούρα.
Τέταρτον. Η αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από την πρόωρη διάλυση του κοινοβουλίου. (Μαζί με την Αλβανία –στην οποία εμείς δια Δημ. Τσάτσου και Κατρούγκαλου κάναμε «εξαγωγή θεσμικής τεχνογνωσίας»- είμαστε η μοναδική χώρα όπου προβλέπεται κάτι τέτοιο). Ίσως πρώτος, εκτός πάσης πολιτικής επικαιρότητας, πριν από πολλά εισηγήθηκα με πλήθος κειμένων μου, βιβλίων ή άρθρων, την εξάλειψη αυτού του θεσμικού παραλογισμού, προτείνοντας μάλιστα και συγκεκριμένη σχετική θεσμική ρύθμιση, ώστε να μην φτάνουμε και σε μονοκομματική επιλογή προέδρου. Φαίνεται πως τώρα η αποσύνδεση θα γίνει. Καλοδεχούμενη, έστω και αν όλα δείχνουν πως θα γίνει με τον λάθος τρόπο, αφού δεν είναι σκόπιμο σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία ο εκ του ρόλου του υπερκομματικός και ουδέτερος ΠτΔ να είναι προϊόν της πολιτικής βούλησης καθαρά μονοκομματικής ή μονοπαραταξιακής…
* Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου. Το κείμενο βασίζεται σε εισήγηση που θα πραγματοποιήσει την προσεχή Πέμπτη στον Όμιλο 64