Του Παύλου Δ. Μαρινάκη*
Η μία είδηση μετά την άλλη σου προκαλεί στενοχώρια, θλίψη, απογοήτευση και ανησυχία. Οι άσχημες εικόνες πολλαπλασιάζονται και υπάρχουν στιγμές που νιώθεις τυχερός που γύρισες σπίτι σου. Πρόσωπα δυστυχισμένα, ανήμποροι καταστηματάρχες, εγκαταλελειμμένοι τοξικομανείς, κάτοικοι του κέντρου που προσεύχονται να μην είναι το επόμενο περιστατικό, όλοι μαζί συνθέτουν ένα δραματικό παζλ αλλά και μια επικίνδυνη ισορροπία.
Και έρχομαι στο πιο σημαντικό: Ποιος είναι ο «θύτης» τελικά και ποιοι τα θύματα; Η απάντηση είναι εύκολη, παρά της συνεχείς προσπάθειες των αληθινών υπευθύνων να στρέψουν τον έναν πολίτη απέναντι στον άλλο: Αποκλειστικά υπεύθυνη αυτής της εικόνας είναι η αποτυχημένη να επιβάλει το Νόμο πολιτεία και θύματα είμαστε όλοι εμείς που αναγκαζόμαστε να υποστούμε τις συνέπειες της ανικανότητάς της.
Και, για να το πάμε ακόμα παρακάτω, η αποτυχία της κυβέρνησης δεν προέκυψε από «ατύχημα», αλλά είναι πέρα για πέρα προσχεδιασμένη. Εξηγούμαι: Η επιλογή για διατήρηση άβατων είναι συνειδητή. Η κατάργηση ειδικών ομάδων της Αστυνομίας ήταν πολιτική επιλογή. Ο κ. Παρασκευόπουλος, του οποίου ο περίφημος νόμος γεμίζει τις πόλεις μας με ακόμα περισσότερους εγκληματίες αποτελεί κομβικό πρόσωπο της Κυβέρνησης, ακόμα και χωρίς χαρτοφυλάκιο πλέον. Η επαναφορά του πανεπιστημιακού ασύλου ήταν προτεραιότητά τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα πολλά παραδείγματα, αλλά η ουσία δεν θα αλλάξει.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα της παρουσίας μιας κυβέρνησης που η μόνη επένδυση που έκανε αυτά τα χρόνια ήταν η επένδυση στην ανομία, στο χάος και, κατ' επέκταση στο διχασμό; Ακριβώς όλα αυτά να κυριαρχήσουν. Ο καταστηματάρχης που νιώθει ότι απειλείται να παίρνει (κακώς - κάκιστα) το Νόμο στα χέρια του, ο τοξικομανής να κυκλοφορεί ελεύθερος, αβοήθητος, επικίνδυνος τόσο για τον ίδιο, όσο και για όλους τους υπόλοιπους, ο φοιτητής να φοβάται να μπει στην Σχολή του, ο κάτοικος του κέντρου να κλειδώνει 3 φορές περισσότερο για να κοιμηθεί, ο κάτοικος της Λέσβου να τρέμει στην ύπαρξη ανεξέλεγκτων κέντρων κράτησης, ο πρόσφυγας να αργοπεθαίνει, να βασανίζεται ή να βιάζεται.
Πρόκειται για έναν κύκλο ντροπής, έναν κύκλο κυριολεκτικού αλληλοσπαραγμού, ο οποίος προκλήθηκε ενσυνείδητα από την πιο ασυνείδητη και ξεδιάντροπη κυβέρνηση. Μια κοινωνία αβοήθητη και φοβισμένη, μια κοινωνία διχασμένη και ζαλισμένη σε βαθμό που να αδυνατεί να κατανοήσει το μέγεθος της ευρύτερης καταστροφής που συντελείται. Σου λένε οι θύτες: «καλύτερα να τα βάζουν με τον τοξικομανή, μπας και ξεχάσουν ότι τους έκοψα την σύνταξη», «άσε τα πανεπιστήμια να καίγονται, για να μην φανεί η ένδεια προτάσεων για την Παιδεία», «καλύτερα ο Έλληνας να τα βάζει με τον πρόσφυγα, παρά με εμένα που είμαι ανίκανος».
Πριν από λίγες ημέρες, αν έκανε κανείς μία επίσκεψη στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων, ενώ θα περίμενε να το δει γεμάτο με διακινητές ναρκωτικών, οι οποίοι παρελαύνουν στους γύρω δρόμους, με κλέφτες, ληστές, ή με ταραχοποιούς των Πανεπιστημίων, αντί αυτών, θα έβλεπε σιδηροδέσμιους δημοσιογράφους, οι οποίοι τόλμησαν να κάνουν τη δουλειά τους.
Ας πούμε τα πράγματα καθαρά: Η ασφάλεια δεν είναι ούτε ακραίο αίτημα, ούτε οπισθοδρομικό: Είναι αυτονόητο και απαραίτητο θεμέλιο κάθε ελεύθερης κοινωνίας, ακριβώς επειδή στο τέλος έρχεται να προστατέψει τον αδύναμο, αυτόν που έχει ανάγκη, απέναντι στον δυνατότερο, που μπορεί να του επιβληθεί με τη βία. Αυτό είναι το αίτημα όλων των πολιτών ανεξαρτήτως χρώματος και αυτό το μήνυμα στέλνει η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Με την ελπίδα και την ευχή οι πρόσφατες εικόνες να μας ξυπνήσουν, για αρχή ας συνειδητοποιήσουμε πως είμαστε όλοι μας θύματα και πως ήρθε η ώρα να ξυπνήσουμε.
*Ο κ. Παύλος Δ. Μαρινάκης είναι Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος ΟΝΝΕΔ