Ας ξεκινήσουμε από τα γεγονότα και από τα πραγματικά δεδομένα. Η ζήτηση για πετρέλαιο από την Κίνα έχει μειωθεί. Ο OPEC, (Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών) στον οποίο συμμετέχουν η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, το Ιράν, το Ιράκ, τα Ηνωμένα Εμιράτα, η Νιγηρία και άλλες χώρες, πρότειναν την μείωση της παραγωγής πετρελαίου κατά 1,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Η Ρωσία, που και αυτή παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παραγωγή πετρελαίου, παρ’ όλο που δεν ανήκει στον OPEC, απέρριψε την πρόταση. Και τότε, άνοιξαν οι πύλες της κολάσεως για τον μαύρο χρυσό. Η Σαουδική Αραβία, επέφερε ένα διπλό κτύπημα τόσο στην Ρωσία όσο και την διεθνή αγορά πετρελαίου. Μείωσε την προθεσμιακή τιμή πώλησης στους Κινέζους εισαγωγείς κατά $7 το βαρέλι και δήλωσε πως θα αυξήσει την ημερήσια παραγωγή της κατά 2 εκατ. βαρέλια.
Η κίνηση αυτή των Σαουδαράβων, έχει διπλή ανάγνωση. Η πρώτη είναι η διεκδίκηση ενός μεγαλύτερου μέρους της αγοράς. Η δεύτερη είναι η έναρξη ενός πετρελαϊκού πολέμου με την Ρωσία. Ενός πολέμου, που κατά πολλούς μπορεί να εμφανίσει παρόμοια χαρακτηριστικά, με τον εμπορικό πόλεμο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Για να αντιληφθούμε την έκταση και τις επιπτώσεις, της απόφασης των Σαουδαράβων, θα αναφέρουμε ότι το κόστος της παραγωγής ενός βαρελιού πετρελαίου στα διυλιστήρια της Aramco ανέρχεται στα $17, που είναι το χαμηλότερο στον πλανήτη. Αντίθετα, το κόστος ενός βαρελιού πετρελαίου στη Ρωσία κυμαίνεται ανάμεσα στα $42 και στα $44, ανάλογα με το αν η εξόρυξη γίνεται στη στεριά (onshore drilling) ή στην θάλασσα (offshore drilling), αντιστοίχως.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι με βάση την διεθνή τρέχουσα τιμή των $36 το βαρέλι, που αποτελεί την χαμηλότερη τιμή από τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991, η παραγωγή της Ρωσίας, θα τεθεί εκτός αγοράς, μαζί με την παραγωγή της Βενεζουέλας με κόστος τα $63 το βαρέλι και της Κίνας με $60 το βαρέλι. Για την Ρωσική οικονομία τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα, καθώς το καθεστώς Πούτιν εφαρμόζει μια πολιτική κρατικών φορολογικών κινήτρων και επιδοτήσεων, έτσι ώστε να συνεχίζουν να λειτουργούν οι πετρελαιοπηγές, παρ’ όλο που δεν έχουν εκσυγχρονιστεί και δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού.
Ταυτόχρονα, ο κλάδος του Αμερικανικού shale gas, δηλαδή του σχιστολιθικού φυσικού αερίου, ο οποίος ήδη βρίσκεται σε κρίση από το 2016, θα βρεθεί αντιμέτωπος με αυτή τη νέα πραγματικότητα, των χαμηλών πετρελαϊκών τιμών. Αυτό σημαίνει ότι θα τεθεί σε κίνδυνο αποπληρωμής ένας μεγάλος όγκος δανείων ο οποίος πλησιάζει τα $200 δισ. μέσα στην επόμενη τετραετία, με τα $40 δισ. να λήγουν μέσα στο 2020, με ότι σημαίνει αυτό για τον ενεργειακό, αλλά και τον τραπεζικό κλάδο.
Ας έρθουμε τώρα στα καθ’ ημάς. Τι σημαίνει αυτή η πτώση της τιμής του πετρελαίου για την Ελλάδα; Από την μια, σημαίνει πιο φτηνή συμβατική ενέργεια, χαμηλότερο παραγωγικό κόστος για την βιομηχανία, χαμηλότερο κόστος στην διακίνηση προϊόντων, χαμηλότερο κόστος λειτουργίας στα κρατικοδίαιτα μέσα μαζικής μεταφοράς, χαμηλότερο κόστος στις αεροπορικές μετακινήσεις και στην ακτοπλοΐα. Ταυτόχρονα σημαίνει και σημαντική εξοικονόμηση κόστους στο ναυτιλιακό κλάδο, από τα ναυτιλιακά καύσιμα.
Όμως από τη άλλη πλευρά, η πτώση της τιμής του πετρελαίου θα αποτελέσει ένα καίριο κτύπημα στις ναυτιλιακές εταιρίες που έχουν στην κατοχή τους δεξαμενόπλοια. Θα επιφέρει συρρίκνωση στην κερδοφορία των διυλιστηρίων. Θα καταστήσει ιδιαίτερα ακριβές τις νέες μονάδες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς το κόστος της επιδότησης τους από τους καταναλωτές, θα είναι πλέον δυσβάσταχτο.
Αν προσεγγίσουμε πιο βαθιά το θέμα, θα δούμε πως αλλάζει και όλη τη στρατηγική των ερευνών και των μελλοντικών εξορύξεων για υδρογονάνθρακες στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο. Τίθεται εν αμφιβόλω η κερδοφορία από την αξιοποίηση των δυνητικών κοιτασμάτων αερίου στον θαλάσσιο χώρο της πατρίδας μας. Το ίδιο θα συμβεί και με τη βιωσιμότητα του αγωγού που θα συνδέει τις μονάδες εξόρυξης της Νοτιοανατολικής Μεσογείου με την Ιταλία, δια μέσω της Ελλάδας. Όλος ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός χρειάζεται επανεκτίμηση και επανεξέταση.
Και τίθεται τέλος, σε αμφισβήτηση και η βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού προγράμματος Green Deal. Μπορεί άραγε η Ευρωπαϊκή Ένωση να υποστηρίξει ένα πρόγραμμα που αυτήν την στιγμή και κάτω από τις παρούσες συνθήκες, φαντάζει ιδιαίτερα ακριβό και με αμφίβολα αποτελέσματα; Θα είναι φρόνιμο η ΕΕ να διαθέσει τόσα κεφάλαια στην ενίσχυση ενός συγκεκριμένου κλάδου, την ίδια στιγμή που λόγω του covid-19, είναι σίγουρο, ότι η οικονομία και η επιχειρηματικότητα θα πρέπει να στηριχθούν μέσω της υιοθέτησης μιας ευρείας γκάμας κρατικών μέτρων, επιδοτήσεων και ενισχύσεων;
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.