Οι προσδοκίες της εγχώριας κεφαλαιαγοράς διαψεύσθηκαν με τρόπο κατηγορηματικό, καθώς ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Moody’s, όχι μόνο δεν αναβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας, αλλά δεν προέβη καν στην έκδοση της έκθεσης, που όλοι περίμεναν την περασμένη Παρασκευή. Και στη σημερινή συνεδρίαση θα φανεί, εάν ο χρηματιστηριακός ενθουσιασμός ξεφουσκώσει ή όχι.
Και αυτό συμβαίνει για δεύτερη φορά μέσα στο 2021. Όλοι ανέμεναν και τον Μάιο του 2021 την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τη Moody’s. Είχαν προηγηθεί οι αναβαθμίσεις στο «ΒΒ» από το «ΒΒ-», από τους υπόλοιπους δυο οίκους αξιολόγησης, του S&P και του Fitch. Επομένως, φαινόταν απολύτως λογικό να ακολουθήσει και η Moody’s με την αναβάθμιση από το «Ba3» στην επόμενη κλίμακα, που οδηγούσε τη χώρα μας στην επενδυτική βαθμίδα.
Η αίσθηση ότι η Moody’s θα προχωρούσε σε αναβάθμιση της αξιολόγησης της για το αξιόχρεο της χώρας μας, εδράζονταν και στις αναβαθμίσεις στις οποίες είχε προβεί ο ίδιος οίκος τον Σεπτέμβριο, απέναντι στις ελληνικές συστημικές τράπεζες.
Όμως, ό,τι έγινε, έγινε. Το γεγονός είναι, ότι με βάση τα νέα δεδομένα η αξιολόγηση του αξιόχρεου της Ελλάδας, απέχει ακόμα, από 2 μέχρι 3 βαθμίδες από την επενδυτική βαθμίδα.
Βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι το 2015 η αξιολόγηση της Moody’s ήταν στο Caa3, της S&P στο CCC- και της Fitch στο CC, αντιλαμβανόμαστε ότι η Ελληνική οικονομία έχει ήδη διανύσει μια σημαντική απόσταση, μέσα στην τελευταία 6ετία.
Οι πρόσφατες αξιολογήσεις της Moody’s
Οι πρόσφατες αξιολογήσεις της FITCH
Οι πρόσφατες αξιολογήσεις του S&P
Τι θα σημάνει η επίτευξη της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδα; Η επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας θα αλλάξει το status της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό διότι τα Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, θα πάψουν να αντιμετωπίζονται σαν «σκουπίδια» και θα αντιμετωπίζονται όπως όλα τα υπόλοιπα ομόλογα των κρατών μελών της Ευρωζώνης. Δηλαδή, δεν θα χρειάζονται την προστασία της αγοράς από την ΕΚΤ, μέσω του τακτικού, αλλά και του έκτακτου προγράμματος αγορών ομολόγων, γνωστών σαν APP και PEPP, αντιστοίχως.
Τι σημαίνει η σιωπή της Moody’s, για την τύχη των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου; Με βάση τα νέα δεδομένα, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική κατηγορία (investment grade) τοποθετείται χρονικά για το πρώτο τρίμηνο Q1 του 2023. Ωστόσο, με δεδομένη τη βούληση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να συνεχίσει να αγοράζει από τη δευτερογενή αγορά ελληνικά ομόλογα ανεξαρτήτως της πιστοληπτικής τους ταυτότητας, όπως προαναφέραμε μέσω των προγραμμάτων APP και PEPP, και μετά τον Μάρτιο του 2022 μέσω ενός νέου σχεδίου «γέφυρας» του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, στο οποίο θα ενταχθούν και θα προστατεύονται τα ελληνικά ομόλογα, η μη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα, δεν έχει κάποιο πρακτικό αντίκτυπο στην αγορά.
Μπορεί, λοιπόν, η μη αναβάθμιση από τη Moody’s, να μην παίζει στην παρούσα φάση σημαντικό ρόλο στην αγορά των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, όμως στο Χρηματιστήριο τα πράγματα είναι διαφορετικά. H είσοδος της χώρας μας στην επενδυτική βαθμίδα, θα λειτουργήσει καταλυτικά όσον αφορά τις εισροές επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, τα οποία υπακούν σε συγκεκριμένους επενδυτικούς κανόνες και ακολουθούν προκαθορισμένα επενδυτικά κριτήρια. Και ένα από αυτά, που ίσως να είναι και το κυριότερο, είναι η γενικότερη πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
Όπως ανέφερε και στο προχθεσινό του άρθρο εδώ στο Liberal, ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ, Κώστας Μήλας, «εκείνο όμως που αποτέλεσε «καταλύτη» στη μη απόφαση της Moody’s είναι η δημοσιονομική μας κατάσταση. Το ελληνικό χρέος παραμένει υψηλότατο, στο 202,9% του ΑΕΠ το 2021, και θα μειωθεί μόνο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (επί του ΑΕΠ) μέχρι το 2023. Σημειώνω, επιπλέον, ότι στο τέλος του 2023, το ελληνικό χρέος θα παραμείνει μέχρι και 10 ποσοστιαίες μονάδες (επί του ΑΕΠ) υψηλότερο σε σχέση με το 2011 (!), όταν δηλαδή η «Τρόικα» (ήτοι ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και Ευρωπαϊκή Επιτροπή) είχε ήδη κάνει την εμφάνιση της στην Ελλάδα!!!»
Το ύψος της σχέσης Χρέους προς ΑΕΠ, ο κίνδυνος αύξησης του πληθωρισμού και οι αμφιβολίες για τη εξέλιξη της πανδημίας, αποτέλεσαν πιθανότατα τα τρία σημεία που οδήγησαν τον οίκο Moody’s στη σιωπή.
Ωστόσο, η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ τα επόμενα δύο έτη, που σε συνδυασμό με τις αναμενόμενες, σύμφωνα με τους αναλυτές, μέτριας έντασης και πιθανότατα παροδικές πληθωριστικές πιέσεις, αναμένεται να αυξήσουν περαιτέρω το ονομαστικό ΑΕΠ. Η άνοδος του ονομαστικού ΑΕΠ, σε συνδυασμό με τα χαμηλά ονομαστικά επιτόκια τα επόμενα έτη, εκτιμάται ότι θα βοηθήσουν σημαντικά στην αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Έτσι το χρέος εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 197,9% του ΑΕΠ το 2021 και στο 190,4% του ΑΕΠ το 2022, ενώ παράλληλα αναμένεται η εξάλειψη των ελλειμμάτων μέσα στο 2022 και η σταδιακή επιστροφή στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων το 2023.
Τι μένει να κάνει η κυβέρνηση; Να προχωρήσει ταχύτατα στην υιοθέτηση βασικών οριζόντιων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα θέσουν ένα τέλος στα βαρίδια του παρελθόντος και θα αλλάξουν άρδην το επενδυτικό τοπίο της Ελλάδας.
Και για να μην γράφουμε γενικότητες, ας εστιάσουμε σε ένα παράδειγμα. Είναι γνωστό, ότι επενδυτές δεν θέλουν εκπλήξεις, ενώ παράλληλα απωθούνται από χρονοβόρες διαδικασίες και χρονίζουσες εκκρεμότητες. Αναλαμβάνουν το επενδυτικό ρίσκο, όμως την ίδια στιγμή αντιπαθούν τα ευμετάβλητα σκηνικά. Οπότε η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και των διαδικασιών επίλυσης διαφορών στο χώρο του επιχειρείν, θα συμβάλλουν στη δημιουργία ενός θεσμικού περιβάλλοντος ευνοϊκού προς την επιχειρηματικότητα και στην προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό.
Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμα μερικές δεκάδες αντίστοιχων παραδειγμάτων που λειτουργούν ως αναχώματα στον ερχομό σημαντικών επενδύσεων από το εξωτερικό.