Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Η Βραζιλία αποτελεί την 5η μεγαλύτερη σε πληθυσμό και γεωγραφική έκταση χώρα και την 7η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως. Η χώρα αποτελεί την πρώτη μεγάλη χώρα που εισήλθε σε ύφεση μετά το τέλος της κρίσης του 2008 και τόσο λόγω των πολιτικών ιδιαιτεροτήτων της, όσο και της στρατηγικής της θέσης, όλοι αναρωτιούνται πού βαδίζει και γιατί.
Η χώρα, αφού πέρασε μία περίοδο δικτατοριών και κοινωνικής αναστάτωσης, πέρασε σε κοινωνική σταθερότητα στη δεκαετία του 1990, και εξέλεξε τον χαρισματικό «αριστερό» Πρόεδρο Lula da Silva το 2002, που ακολουθήθηκε από το 2011 από την Dilma Rousseff, πιο «αριστερής» τοποθέτησης, που αποτελεί την πρώτη γυναίκα Πρόεδρο της χώρας. Η χώρα, που διαθέτει πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, και διακρίνονταν από τεράστιες ανισότητες και φτώχεια, κατάφερε να δημιουργήσει τεράστια ανάπτυξη και περίπου 40 εκατομμύρια κάτοικοι (το 1/5 της χώρας) βγήκαν από τα όρια της φτώχειας μέσα στην τελευταία δωδεκαετία, δημιουργώντας υποδομή στην εκπαίδευση και υγεία αλλά παράλληλα καταστρέφοντας το περιβάλλον, ενώ επίσης υπάρχουν κατηγορίες διαφθοράς που φτάνουν στο σημείο ότι χρησιμοποιήθηκε κρατικό χρήμα για τη χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας της Προέδρου.
Σε τι βαθμό η χώρα θα μπορούσε να αναπτυχθεί χωρίς καταστροφή του περιβάλλοντος είναι ένα ερώτημα, πάντως η μεγάλη μείωση της ανισότητας ήταν ένα σημαντικό επίτευγμα (το GINI coefficient μειώθηκε από 60% σε 52%, με 100% να σημαίνει πλήρη ανισότητα), αν και απέχει πολύ από το να προσεγγίσει ευρωπαϊκά δεδομένα. Σε Γερμανία, Γαλλία και Ελλάδα, για να έχουμε μέτρο σύγκρισης, το 2011 το GINI coefficient ήταν μεταξύ 30% και 35%, ενώ στη Νορβηγία μόλις 25%, δηλαδή πολύ μικρότερη ανισότητα. Η ανάπτυξη της χώρας βοηθήθηκε πολύ από τη δημιουργία μεσαίας αστικής τάξης, αλλά «σκάλωσε» στην αδύναμη ζήτηση των βιομηχανικών προϊόντων παγκοσμίως και τις πτωτικές τιμές των μεταλλευμάτων, που την οδήγησαν σε απότομη ύφεση το 2015, με πτώση του ΑΕΠ κατά 3,6%.
Η χώρα επέκτεινε το πρόγραμμα δανεισμού προς αγρότες και εταιρείες, ώστε να βοηθήσει την επέκταση της οικονομίας, θυμίζοντας, σε κάποιο βαθμό, το «κινέζικο μοντέλο» χρηματοδότησης της οικονομίας. Αυτό, που αποτελεί μοντέλο της νέας Προέδρου, και συνδυάζεται με ελέγχους τιμών προϊόντων (έλεγχο πληθωρισμού), παρεμβάσεις στα επιτόκια και την ισοτιμία του νομίσματος, είναι κάτι που διαφέρει από το μοντέλο - τρίποδο του προηγούμενου Προέδρου, Lula da Silva, που συνδύαζε έλεγχο του πληθωρισμού, ελεύθερη ισοτιμία, και μηδενικά ελλείμματα. Σε τι βαθμό η χώρα μπήκε σε ύφεση λόγω της υποχώρησης της αγοράς των εμπορευμάτων ή λόγω της πολιτικής που ακολουθείται είναι κάτι άγνωστο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η πολιτική «καθορισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών» αποτελεί τον βασικό υπεύθυνο εμβάθυνσης της κρίσης, κάτι που είναι αρκετά ορατό και στην ίδια της Ευρωζώνη του σκληρού ευρώ, που υποαπέδωσε έναντι των ΗΠΑ και της Αγγλίας με το εύκαμπτο δολάριο και βρετανική λίρα που υποτιμήθηκαν το 2008 κατά 30% και βοήθησαν τις οικονομίες των ΗΠΑ και Αγγλίας να ανακάμψουν γρήγορα, και ευτυχώς τελικά εγκαταλείφθηκε από την Πρόεδρο.
Όμως το μεγάλο έλλειμμα προϋπολογισμού (που ξεπέρασε το 10% του ΑΕΠ), έναντι στόχου 4,5%, αποτελεί παράγοντα που πλέον οδήγησε προχτές σε υποβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από την S&P και είναι ένδειξη ότι η χώρα θα υποχρεωθεί είτε σε σημαντικό πληθωρισμό, κάτι που δεν δέχεται το κοινοβούλιο, που ελέγχεται από εχθρικές προς την Πρόεδρο πολιτικές δυνάμεις, ή σε σημαντικό πρόγραμμα λιτότητας, κάτι που δεν δέχεται η Πρόεδρος. Αυτό όμως ακριβώς, ο συνδυασμός κρίσης και πολιτικής σύγκρουσης, που δεν θα επιλυθεί εύκολα πριν τις επόμενες προεδρικές εκλογές του 2018, είναι εκείνο που δημιουργεί στην παρούσα φάση αρνητικό αντίκτυπο και στις ξένες επενδύσεις, καθώς ανάλογα με την πολιτική που θα ακολουθηθεί, οι προτεραιότητες της χώρας, και τα χρηματοδοτικά - αναπτυξιακά δεδομένα, θα αλλάζουν. Η ακύρωση, λοιπόν, πρόσφατα πολλών σχεδιαζόμενων ξένων επενδύσεων από πολυεθνικές είναι ο παράγοντας που προβληματίζει, θυμίζοντας σε κάποιο βαθμό το ελληνικό πρόβλημα.
Κρίνοντας, πάντως, από την πρόσφατη ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου και υπό τον όρο να ακολουθηθεί από 9μηνο ράλι τιμών εμπορευμάτων (commodities), και με δεδομένη τη σχέση της βραζιλιάνικης οικονομίας με τα εμπορεύματα (πάνω από τα 2/3 των εξαγωγών της έχουν άμεση σχέση) είναι πιθανό η Βραζιλία να βοηθηθεί βραχυπρόθεσμα από τις εξελίξεις στο πετρέλαιο. Όμως, καθώς εκείνο που θα ακολουθηθεί στη συνέχεια είναι κατάρρευση τιμών πετρελαίου και της παγκόσμιας οικονομίας, το όποιο όφελος θα είναι προσωρινό, και τότε η χώρα πιθανότατα θα βρεθεί ξανά σε παρόμοια, και ίσως χειρότερα, διλήμματα, καθώς ετήσια ελλείμματα της τάξης του 10% του ΑΕΠ δεν είναι δυνατόν να διατηρούνται επ'' αόριστον και αργά ή γρήγορα θα οδηγήσουν τη χώρα στην αγκαλιά του ΔΝΤ…
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.