Η κυβέρνηση κλείνει το πρώτο τετράμηνο του 2021, παρουσιάζοντας απτά δείγματα γραφής για τον άξονα πάνω στον οποίο κτίζει την μετά Covid εποχή, για την οικονομία. Η δρομολόγηση των εξελίξεων στις τράπεζες, μετά το πρώτο επιτυχημένο βήμα με την Τράπεζα Πειραιώς και η υιοθέτηση των σημαντικών φοροελαφρύνσεων για φυσικά και νομικά πρόσωπα, χαράσσουν το νέο οικονομικό χάρτη της χώρας.
Όλα τα μέτρα εστιάζουν πάνω στη στήριξη και στην παροχή χρηματοδότησης των βιώσιμων επιχειρήσεων. Η στήριξη γίνεται μέσω της μείωσης των φόρων και του μη εργασιακού κόστους, που καθιστούν τις επενδύσεις πιο ελκυστικές. Και η παροχή χρηματοδότησης γίνεται μέσω των τραπεζών, που δυναμώνουν τους ισολογισμούς τους και αποκτούν ρευστότητα.
Ουσιαστικά σήμερα στην Ελλάδα εφαρμόζονται αυτά που συστήνει ο επικεφαλής του SSM Ανδρέας Ενρία. Σύμφωνα με τον SSM, τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας από την Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν ως στόχο να δημιουργήσουν το κατάλληλο πιστωτικό περιβάλλον ώστε οι τράπεζες να μπορούν να ικανοποιήσουν τη ζήτηση για δανεισμό των βιώσιμων επιχειρήσεων, χωρίς να επηρεάζονται από την προσωρινή επιδείνωση των μεγεθών τους λόγω πανδημίας.
Ωστόσο, oι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζουν τα προβλήματα βιωσιμότητας και να προσφέρουν ρεαλιστικές λύσεις αναδιάρθρωσης του δανεισμού. Και σε περίπτωση που αυτό είναι αδύνατο, τότε οι εταιρείες οδηγούνται εκτός αγοράς, δηλαδή σε πτώχευση. Και εδώ είναι που έρχεται ο νέος πτωχευτικός νόμος, προσφέροντας στους αποτυχόντες επιχειρηματίες, μια δεύτερη ευκαιρία. Ο νέος πτωχευτικός νόμος λύνει ένα χρόνιο πρόβλημα σχετικά με τη δυσκολία, την καθυστέρηση, το κόστος πτώχευσης των επιχειρήσεων, τη δυνατότητα παροχής δεύτερης ευκαιρίας καθώς και τη συνολική ρύθμιση όλων των χρεών προς τις τράπεζες, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία, μόνο όταν υπάρχει βιώσιμος τρόπος αναδιάρθρωσης. Παράλληλα εκκαθαρίζει, το επιχειρηματικό τοπίο από εταιρικά σχήματα, που καταστρατηγούν κάθε κανόνα της αγοράς επιβιώνοντας λαθραία, εις βάρος άλλων επιχειρήσεων.
Αυτά τα εταιρικά σχήματα χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν οι μεγάλες εταιρείες, που χαρακτηρίζονται ως «ζωντανοί - νεκροί». Και στην δεύτερη κατηγορία, ανήκουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Οι επιχειρήσεις «ζωντανοί – νεκροί», έχουν δυο βασικά χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι δεσμεύουν σημαντικό τραπεζικό δανεισμό που δεν εξυπηρετείται, ότι χρωστούν στο Δημόσιο και στους ασφαλιστικούς φορείς και ότι αντλούν ρευστότητα από την αγορά ετεροχρονίζοντας τις υποχρεώσεις τους, εις βάρος άλλων υγιών επιχειρήσεων. Το δεύτερο είναι ότι οι εταιρείες αυτές παρουσιάζουν κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων, χαμηλότερα από το ύψος του κόστους εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Δηλαδή, είναι μη βιώσιμες.
Η δεύτερη κατηγορία των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αποτελούν κάποια υβρίδια επιχειρηματικότητας με οικογενειακά και παρεΐστικα χαρακτηριστικά, που όχι μόνο δεν έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, αλλά δεν διαθέτουν ούτε καν τα απαραίτητα κεφάλαια κίνησης. Και φυσικά δεν διαθέτουν ούτε εταιρική κουλτούρα, ούτε επιχειρηματικά σχέδια, ούτε οικονομικό προγραμματισμό. Ουσιαστικά είναι ένα είδος επιχειρηματικότητας, που λειτουργεί σαν απάντηση στο φάσμα της ανεργίας, για τους ιδιοκτήτες των σχημάτων αυτών.
Και εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση. Για πόσο καιρό ακόμα μπορεί η πραγματική οικονομία να ανέχεται τις επιχειρήσεις ζόμπι, που απομυζούν τους τραπεζικούς πόρους και τη δημιουργική προσπάθεια τρίτων; Για πόσο καιρό ακόμα θα έχουν θέση στον επιχειρηματικό χάρτη, πολλές από τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που δεν έχουν ούτε λόγο ύπαρξης, ούτε προοπτικής και που προφανώς δεν μπορούν να στηριχθούν;
Δεν υπάρχει άλλη λύση από την εκκαθάριση των «ζωντανών – νεκρών» εταιρειών και την έξοδο τους από το επιχειρηματικό παιχνίδι. Όσες μπορούν να εξυγιανθούν, θα προχωρήσουν με άλλους μετόχους και με άλλες διοικήσεις, αλλιώς θα πρέπει να κλείσουν.
Παράλληλα δεν υπάρχει άλλη λύση για τις μικρές επιχειρήσεις από τις μετοχικές συνέργειες και τις συγχωνεύσεις, με δεδομένο ότι 1 στους 2 εργαζόμενους απασχολείται σε επιχειρήσεις με μόλις έως 9 άτομα προσωπικό και ότι η χώρα εξ αυτών των φαινομένων βρίσκεται στη χειρότερη θέση στη ΕΕ, στην παραγωγικότητα της εργασίας στις μικρές επιχειρήσεις.
Μπορεί όλα τα μηνύματα από το μέτωπο της Οικονομίας να είναι θετικά, όμως οι εξελίξεις στις κατηγορίες των επιχειρήσεων που προαναφέραμε, θα είναι γενικά δυσάρεστες κοινωνικά, παρ’ όλο που δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Θα υπάρξουν κραδασμοί, διότι θα θιγούν όσοι έχουν μάθει για δεκαετίες να λειτουργούν και να ζουν με αυτόν τον τρόπο. Όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Η απαραίτητη κάθαρση στον χώρο της πραγματικής οικονομίας, που έχει καθυστερήσει να γίνει, επιταχύνεται λόγω των επιπτώσεων από τον Covid. Επιπτώσεις, που κατέδειξαν τη γύμνια και την αδυναμία, σημαντικού τμήματος της εγχώριας επιχειρηματικότητας.