Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Στο τελευταίο διάστημα τέσσερις χώρες, η Ελβετία, η Δανία, η Σουηδία και η Ιαπωνία έχουν περάσει στη ζώνη των αρνητικών επιτοκίων, ενώ μία Πέμπτη, η Βουλγαρία έχει μηδενικά βασικά επιτόκια. Καθώς τα νομισματικά «όπλα» που μπορεί να έχει μια κυβέρνηση για να ωθήσει σε ανάπτυξη έχουν εξαντληθεί, οι κυβερνήσεις πλέον στρέφονται σε μια θεραπεία με «άγνωστες συνέπειες. Στα αρνητικά επιτόκια. Τι όμως μπορεί να συμβεί αν και η ΕΚΤ αποφασίσει να οδηγήσει σε αρνητικά επιτόκια;
Τη στιγμή αυτή 19 από τις 28 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου κατοικούν 333 εκατομμύρια άνθρωποι, έχουν υιοθετήσει το ΕΥΡΩ ως βασικό νόμισμα, χάνοντας τη νομισματική τους αυτονομία. Στη ζώνη αυτή, η γερμανοελεγχόμενη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παίρνει αποφάσεις για τα επιτόκια. Επειδή οι αποφάσεις είναι ενιαίες σε όλη την Ευρωζώνη, είναι ευνόητο ότι οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν χάσει τουλάχιστον δύο βασικά εργαλεία ελέγχου της ανάπτυξης μιας χώρας. Τη δυνατότητα να αποφασίζουν την ισοτιμία ενός νομίσματος και τη δυνατότητα να αποφασίζουν τα επιτόκια. Σε ο,τι αφορά το όπλο της ισοτιμίας, οι ΗΠΑ και η Βρετανία, για παράδειγμα, με την κρίση του 2008 αποφάσισαν να υποτιμήσουν απότομα τα νομίσματα τους κατά 30%. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρξει ταχύτατη ανάκαμψη τόσο των ΗΠΑ όσο και της Αγγλίας, ενώ στη συνέχεια τα νομίσματα γύρισαν στις ισοτιμίες που αρχικά βρίσκονταν μέσα σε 2 μόλις χρόνια. Αν στην Ευρωζώνη οι χώρες είχαν δικό τους νόμισμα, τότε μια ραγδαία υποτίμηση του νομίσματος τους θα τις βοηθούσε, όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί, διότι το νόμισμα ορίζεται από τους Γερμανούς τραπεζίτες που έχουν ιστορικά ψύχωση με την ιδέα ενός σκληρού νομίσματος, και ελέγχου του πληθωρισμού, καθώς ακόμη δεν έχουν ψυχολογικά ξεπεράσει τις μνήμες του μεσοπολέμου που η Γερμανία είχε υπερπληθωρισμό. Στην πραγματικότητα, όμως, θα έπρεπε να υπάρχει άλλη πορεία των νομισμάτων για χώρες που χρειάζονται υποτίμηση (περιφερειακές, όπως η Ελλάδα) και για εκείνες που την χρειάζονται πολύ λιγότερο (μη περιφερειακές χώρες, όπως η Γερμανία).
Σε ο,τι αφορά τα επιτόκια, με βάση τουλάχιστον τη θεωρία και τη διεθνή πρακτική, θα έπρεπε να υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση όταν μια χώρα είναι σε ύφεση, όπου θα χαμηλώνει τα επιτόκια, και διαφορετική όταν είναι σε ανάπτυξη, θα έπρεπε να τα αυξάνει. Και εκεί, όμως, με το ενιαίο νόμισμα χάνεται η «ευελιξία». Αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν στην ίδια γεωγραφική περιοχή του Ευρώ ζώνες με υπανάπτυξη και χώρες με ανάπτυξη αλλά και υψηλότερο πληθωρισμό από ο,τι χρειάζονται.
Είναι ξεκάθαρο ότι η παρούσα πολιτική της ΕΚΤ ευνοεί τις μεγάλες χώρες. Αυτό φαίνεται λογικό, εξάλλου. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο εκεί. Το πρόβλημα είναι ότι πλέον δεν ευνοεί ούτε αυτές! Η «ποσοτική χαλάρωση», ο θεός να την βαφτίσει έτσι, που ξεκίνησε η ΕΚΤ εδώ και ενάμισι χρόνο με με βάση την οποία διοχετεύτηκε τρομακτική ρευστότητα στα μητροπολιτικά κέντρα της Ευρωζώνης (Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία και λιγότερο η Ιταλία), αγοράζοντας υπερτιμημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως γερμανικά ομόλογα που βρίσκονταν πάνω από την ονομαστική τους αξία, κανιβάλισε τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων, χωρίς όμως να λύνει το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η «γάγγραινα» που ξεκίνησε με την επιβολή λιτότητας για τους πληβείους του Ευρωνότου και προνόμια για τις γερμανικές υπερεταιρείες δεν απέτρεψε τα προβλήματα στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, που τώρα πλήττονται στην καρδιά τους, στην αρχή με σκάνδαλα κακοδιαχείρισης όπως στην Volkswagen και τη Siemens και πλέον με κρίση, και μάλιστα σε εξέλιξη, του ίδιου του τραπεζικού συστήματος, ξεκινώντας από τη γιγαντιαία γερμανική τράπεζα, το χρηματοοικονομικό «διαμάντι» της Γερμανίας, την Deutsche Bank.
Είναι πλέον πιθανό, μετά τη λήξη της ποσοτικής χαλάρωσης, να ενεργοποιηθεί το τελευταίο όπλο των Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωζώνη, η επιβολή αρνητικών επιτοκίων. Έτσι, θα διασφαλιστεί, όπως πολλοί πιστεύουν, η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Όμως τι μπορούμε να περιμένουμε από αυτήν την εξέλιξη;
Τα αρνητικά επιτόκια πρακτικά σημαίνει ότι ο εγχώριος επενδυτής θα χάνει χρήματα, αν τα καταθέσει σε τράπεζες. Θα έπρεπε επομένως να οδηγούν σε ανάπτυξη, καθώς ο κάτοχος μετρητών ωθείται σε κατανάλωση. Όμως, η εμπειρία εφαρμογής του μέτρου αυτού σε πρόσφατες και ανεπτυγμένες οικονομίες δείχνει ότι δεν είναι πολύ αποτελεσματικό, καθώς πλέον το χρήμα είναι κατά μεγάλο ποσοστό ηλεκτρονικό. Μία μείωση κατά 1% των επιτοκίων οδηγεί σε αύξηση κατά 8% περίπου των τιμών των κατοικιών στις χώρες όπου αυτό εφαρμόστηκε, αλλά έχει απειροελάχιστη, ούτε 0,5%, επιρροή στην ανάπτυξη. Επίσης ισχυροποιεί το νόμισμα. Ουσιαστικά, επομένως, οδηγεί σε ισχυρότερο νόμισμα, επομένως σε μακροχρόνια αρνητικές επιπτώσεις στις εξαγωγές, χωρίς να συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα οδηγεί σε «φούσκα των ακινήτων», όπως δείχνουν εμπειρικές μελέτες στις χώρες που αυτό εφαρμόστηκε πρόσφατα. Θα έπρεπε. Αντί, επομένως, να μειώνεται το κόστος κεφαλαίου για επιχειρήσεις, και να μειώνεται ο πληθωρισμός, τα αποτελέσματα δεν είναι ξεκάθαρα θετικά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ισχυροποιείται το νόμισμα. Ισχυρότερο νόμισμα, όμως, είναι το ανάποδο από εκείνο που πραγματικά χρειάζονται οι ευρωπαϊκές χώρες σήμερα, που στερούνται, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, των ρυθμών ανάπτυξης που θα δώσουν ώθηση στην ασθενή οικονομία τους.
Επομένως, η επόμενη μέρα στην Ευρωζώνη, αν εφαρμοστούν αρνητικά επιτόκια, σε καμμία περίπτωση δεν θα λύσει τα προβλήματα της Ευρωζώνης, δεν θα βοηθήσει ούτε την οικονομία, ούτε τις αγορές. Αυτό δείχνει ότι η κρίση που έρχεται ενδεχομένως θα είναι βαθύτερη από ο,τι αρχικά φαίνονταν για την Ευρωπαϊκή Ένωση…
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.