Η Τουρκία είχε πάντα στην ατζέντα της το θέμα της μειονότητας στη Θράκη. Ωστόσο, το έχει ανεβάσει ψηλότερα το τελευταίο χρονικό διάστημα, διευρύνοντας μάλιστα τα αιτήματα της, με την ύπαρξη δήθεν τουρκικής μειονότητας στα Δωδεκάνησα αλλά και τη Θεσσαλονίκη, ώστε να ασκήσει πίεση στην Ελλάδα.
Υπάρχουν δύο πρόσθετοι λόγοι που η Άγκυρα το επιχειρεί τη δεδομένη χρονική στιγμή. Αρχικά, η ύπαρξη σε διάσπαρτά σημεία της χώρας των Γκιουλενιστών, με τους οποίους βρίσκεται σε ανοιχτή σύγκρουση.
Εντοπίζεται μία συγκέντρωση αυτών στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα, το δίκτυο του Γκιουλέν είναι αυτό που χρησιμοποιούσε ο Ερντογάν για τη διείσδυση στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Οπότε, πλέον ο Ερντογάν επιχειρεί να διαμορφώσει ένα νέο δίκτυο που ελέγχεται αποκλειστικά και μόνο από αυτόν.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την προσπάθεια της Τουρκίας για αντιπερισπασμό προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ύστερα από την πίεση που δέχεται από τη διοίκηση Μπάιντεν για την καταπίεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατίας και κράτους δικαίου.
Ο αντιπερισπασμός μάλιστα επιχειρείται με τη σύνδεση της δήθεν κακής μεταχείρισης από πλευράς ελληνικής πολιτείας της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης και την απώθηση μεταναστών και προσφύγων στα νερά του Αιγαίου, με βίντεο που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, όπου οι ελληνικές αρχές ασκούν βία.
Ο αντιπερισπασμός που επιχειρεί η Τουρκία στοχεύει στην αναχαίτηση και την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τους Αμερικανούς σε αυτό το ζήτημα.
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας επιβεβαιώνει με τη συνέντευξη, που δημοσιεύεται λίγο πριν την επίσκεψη του στην Ελλάδα, πως η Τουρκία θέλει μία διμερή διαπραγμάτευση με την Ελλάδα, ώστε να μπορέσει να επιβάλλει την ατζέντα της στην ελληνική πλευρά με όρους ισχύος.
Εξ' ού και εκδηλώνεται όλο και συχνότερα η ενόχληση που διασυνδέονται τα ελληνοτουρκικά θέματα με τα ευρωτουρκικά.
Μία δεύτερη επισήμανση για τη συνέντευξη Τσαβούσογλου, είναι πως η Τουρκία επαναλαμβάνει πως, αν ποτέ φτάναμε στη Χάγη, δεν θα αφορούσε μόνο ένα θέμα από την πλευρά της, αυτό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Αντίθετα, προσθέτει πολλά παραπάνω, όπως την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και τις γκρίζες ζώνες.
Είναι προφανές ότι υπό αυτές τις προϋποθέσεις, καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να δεχθεί να καταλήξει με την Τουρκία στη Χάγη.
Άρα, αν η Τουρκία επιμένει σε αυτή την κατεύθυνση, είναι ένα non-starter για διαπραγματεύσεις, πέραν των διερευνητικών, που γίνονται σε τεχνικό επίπεδο και όπως έχουν τα πράγματα είναι δυστυχώς καταδικασμένες σε αποτυχία.
Ο χάρτης της Σεβίλλης, τον οποίο η Τουρκία συνεχώς επικαλείται, για να στηρίξει τα κατά τ’ άλλα έωλα εγχειρήματα της για την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, δεν είναι επίσημη ελληνική θέση.
Ωστόσο αυτό που η Τουρκία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι, αν κι ασφαλώς έχει δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ως μια χώρα με τεράστια ακτογραμμή, τα δικαιώματα αυτά απορρέουν με βάση το δίκαιο της θάλασσας, άσχετα αν δεν έχει υπογράψει, αλλά κι επιπλέον αρνείται να προσχωρήσει.
Έτσι κι αλλιώς, η σύμβαση του Μοντέγκο Μπέι έχει καταστεί εθιμικό δίκαιο, οπότε η Τουρκία δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό το πλαίσιο, αλλά θα πρέπει να αποδεχτεί ότι τα δικαιώματα που έχει και που η Ελλάδα της τα αναγνωρίζει, προκύπτουν από εκεί. Τίποτα περισσότερα από αυτό.
* O Κωνσταντίνος Φίλης είναι Εκτελεστικός Διευθυντής ΙΔΙΣ & αναλυτής διεθνών θεμάτων του AΝΤ1