Το όνομα του θρυλικού σοβιετικού κατάσκοπου Ρίχαρντ Ζόργκε, είναι γνωστό σε όλον τον κόσμο. Παράτολμος και αποτελεσματικός, κατάφερε να βρει στοιχεία για την επικείμενη επίθεση του Χίλτερ στην Σοβιετική Ένωση τις παραμονές της εισβολής, όντας στην Ιαπωνία. Ο Στάλιν δεν έδωσε σημασία στις πληροφορίες του Ζόργκε και η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Ζόργκε συνελήφθη από την ιαπωνική κατασκοπία, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και στο τέλος απαγχονίστηκε.
Εξίσου γενναία και τραγική ήταν και η μοίρα της συζύγου του, της Γιεκατερίνας Μαξίμοβα, η οποία παρά το γεγονός πως ήταν παντρεμένοι 11 ολόκληρα χρόνια, δεν έζησαν μαζί παρά μόνο 6 μήνες.
Το στέλεχος του γερμανικού τμήματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς Βίλι Σταλ, το 1929 έκανε μαθήματα ρωσικής γλώσσας με δασκάλα την Γιεκατερίνα Μαξίμοβα και σε κάποια από τις παρέες, την σύστησε στον συνάδελφό του Ρίχαρντ Ζόργκε. Είναι δύσκολο να πούμε σήμερα τι ήταν εκείνο που γοήτευσε το θρυλικό στέλεχος της Κομιντέρν και σημαίνοντα στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών της Ε.Σ.Σ.Δ., στην νεαρή δασκάλα ρωσικής γλώσσας. Μπορεί να ήταν η ομορφιά της Κάτιας, μπορεί η άριστη γνώση της γερμανικής και γαλλικής γλώσσας, μπορεί η αγάπη της για την ποίηση του πατέρα του ρωσικού Συμβολισμού Αλεξάντρ Μπλοκ. Πιθανόν όμως να του κέντρισε το ενδιαφέρον η φωτογραφία ενός άντρα που βρισκόταν σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης της.
Στην ερώτηση του Ζόργκε ποιος είναι αυτός ο άντρας, η Κάτια απάντησε αμήχανα πως ήταν ο σύζυγός της, ο Γιούρι Νικολάγιεβιτς Γιουρίν. Από την συζήτηση που ακολούθησε ο Ζόργκε έμαθα πως ήταν ο πρώτος της δάσκαλος στην υποκριτική, ο άνθρωπος που της άνοιξε τον δρόμο για το θεατρικό σανίδι, αλλά και εκείνος για χάρη του οποίου εγκατέλειψε το θέατρο. Συναντήθηκαν λίγο πριν την παράσταση που θα έδιναν οι τελειόφοιτοι της δραματικής σχολής, στον δρόμο και συζητώντας μαζί του, έμαθε πως ήταν άρρωστος, πως πρέπει να πάει στο εξωτερικό για θεραπεία και πως δεν είχε πού να αφήσει την κόρη του, μιας και η σύζυγός του τον είχε εγκαταλείψει, αφήνοντας την επιμέλεια της θυγατέρας του Νατάσας σε αυτόν.
Η Κάτια συμφώνησε να τον ακολουθήσει, μα για να μπορέσουν να ταξιδέψουν μαζί, έπρεπε να παντρευτούν. Έτσι, η πανέμορφη, ταλαντούχα και πολλά υποσχόμενη νέα ηθοποιός, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, θυσίασε το μέλλον της, για να βοηθήσει τον αγαπημένο της.
Κατά την διάρκεια της νοσηλείας του, ο Γιούρι Νικολάγιεβιτς πέθανε και η Κάτια επέστρεψε στην Μόσχα. Άρχισε να εργάζεται σε εργοστάσιο ως απλή εργάτρια, σύντομα όμως έγινε προϊστάμενη σε μία ομάδα και, στην συνέχεια, σε ένα ολόκληρο τμήμα.
Την εποχή εκείνη, ο Ρίχαρντ Ζόργκε ήταν παντρεμένος με τον Κριστίνα Γκέρλαχ, Γερμανίδα, η οποία όμως δεν ήθελε να τον ακολουθήσει στην σοβιετική Ρωσία. Την χρονιά που γνώρισε την Κάτια, ο Ζόργκε είχε πάρει μετάθεση από τον μηχανισμό της Κομιντέρν στις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες και συγκεκριμένα στην Στρατιωτική Κατασκοπίας. Η Κάτια με τον Ζόργκε, δεν έκρυψαν τα αισθήματά τους, κυκλοφορούσαν μαζί δημοσίως και πολλοί έβλεπαν πως όταν η κοπέλα μιλούσε, ο όμορφος άντρας δεν έπαιρνε το βλέμμα του από πάνω της. Εξάλλου, είχαν πολλά κοινά ενδιαφέροντα.
Ακολούθησε η «εξαφάνιση» του Ζόργκε για τρία ολόκληρα χρόνια. Όταν εμφανίστηκε ξανά στην Μόσχα, πρότεινε στην Κάτια να παντρευτούν. Κατά την διάρκεια της «εξαφάνισής» του, ήταν στην Κίνα, όπου συγκέντρωνε πολύτιμα στοιχεία για την Στρατιωτική Κατασκοπία και στην συνέχεια πήγε στην Γερμανία για να βγάλει διαζύγιο.
Τον Αύγουστο του 1933 ο Ρίχαρντ Ζόργκε και η Γιεκατερίνα Μαξίμοβα παντρεύτηκαν. Δύο εβδομάδες μετά τον γάμο, ο Ζόργκε έφυγε. Αυτή την φορά, για την Ιαπωνία.
Η Κάτια δεν είχε την παραμικρή υποψία ότι ήταν ήδη στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών κατά την διάρκεια του ταξιδιού της στην Ιταλία, ενώ στην συνέχεια, η φιλία της με τον Ζόργκε και τον Βίλι Σταλ, την καθιστούσε ύποπτη στα μάτια των «ιπποτών της επανάστασης». Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε αν η Κάτια ήξερε τι δουλειά κάνει ο σύζυγός της. Είναι πολύ πιθανόν να κατάλαβε κάτι από τις ακριτομύθιες ή τους υπαινιγμούς των συναδέλφων του συζύγου της, μα όταν αργότερα την συνέλαβαν και την κράτησαν επί εννέα ολόκληρους μήνες στην διαβόητη φυλακή της Λουμπιάνκα, δεν είπε τίποτα.
Ορισμένοι σήμερα, ισχυρίζονται πως ο γάμος της Κάτιας με τον Ρίχαρντ ήταν μία ακόμη επιχείρηση της μυστικής αστυνομίας, προκειμένου να ελέγχει την προσωπική ζωή του πολύτιμου στελέχους της Στρατιωτικής Κατασκοπίας. Αυτή η υπόθεση εργασίας όμως καταρρέει, όταν παρακολουθήσει κανείς την μετέπειτα οικογενειακή τους ζωή. Ο κατάσκοπος ονειρευόταν να φτιάξει μία μεγάλη οικογένεια με παιδιά και να ζήσουν όλοι μαζί σε ένα άνετο σπίτι.
Σύμφωνα με όσα αποθησαύρισαν οι ιστοριοδίφες, στην Κάτια επέτρεπαν να γράφει γράμματα στον σύζυγό της, χωρίς λογοκρισία. Του έγραφε στα Γαλλικά, ώστε να διαβάζει ο Ζόργκε μόνος του τα γράμματά της. Της απαντούσε στα Γερμανικά. Οι επιστολές της Κάτιας δεν έχουν σωθεί. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις επιστολές του κατάσκοπου στην σύζυγό του. Διαβάζοντας αυτά τα γράμματα, δεν μένει καμία αμφιβολία για τα αισθήματά τους, πράγμα που ακυρώνει την υπόθεση ότι επρόκειτο για έναν «τυπικό» γάμο ή για ένα «επιχειρησιακό» σχέδιο.
Το 1935 η Κάτια με τον Ζόργκε συναντιούνται ξανά για λίγο. Ο Ζόργκε στην Ιαπωνία, έμαθε πως η Κάτια περιμένει παιδί, χάρηκε που θα γίνει πατέρας και ανησυχούσε για την υγεία της συζύγου του. Η Κάτια, όμως, έχασε το παιδί, πράγμα για το οποίο ο Ζόργκε έμαθε με μεγάλη καθυστέρηση. Της έγραψε: «Σ’ αγαπώ πολύ και μόνο εσένα σκέφτομαι, όχι μόνο όταν νιώθω άσχημα, είσαι πάντα στις σκέψεις μου...»
Στο σημείο αυτό να θυμίσουμε πως κατά την παραμονή του στην Ιαπωνία, ο Ζόργκε είχε σχέσεις με την Χανάκο Ίσι, η οποία θεωρούσε πως είναι σύζυγός του και η οποία έλαβε μάλιστα, μετά τον πόλεμο, επιστολή του Υπουργείου Άμυνας της Ε.Σ.Σ.Δ. ως χήρα του κατάσκοπου.
Η ιαπωνική αντικατασκοπία συνέλαβε τον Ζόργκε τον Οκτώβριο του 1941. Την Κάτια την συνέλαβαν στην Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 1942. Ο Ζόργκε κατηγορήθηκε για κατασκοπία προς όφελος της Ε.Σ.Σ.Δ., η Κάτια για συνεργασία με τις υπηρεσίες κατασκοπίας της χιτλερικής Γερμανίας. Μία συγγενής της, η οποία κατέθεσε εναντίον της κατά την ανάκριση, αυτοκτόνησε λίγο αργότερα. Κρεμάστηκε στο κελί της.
Μετά από εννέα μήνες φυλάκισής της στην Λουμπιάνκα, η Γιεκατερίνα Μαξίμοβα εξορίστηκε, όπου και πέθανε το 1943 εξαιτίας χημικών εγκαυμάτων. Μέχρι σήμερα δεν έχουν γίνει γνωστές οι συνθήκες του θανάσιμου τραυματισμού της. Συγκρατούμενες της στο νοσοκομείο, έλεγαν στην συνέχεια πως παραληρώντας έλεγε διαρκώς: «Γιατί;»
Το 1944 ο Ζόργκε εκτελέστηκε δια απαγχονισμού, χωρίς να γνωρίζει πως η σύζυγός του δεν ζει πια. Η γιαπωνέζα σύζυγός του, ήταν εκείνη που ασχολήθηκε με την προστασία και διατήρηση της μνήμης του.
Τον Νοέμβριο του 1964 ο Ρίχαρντ Ζόργκε τιμήθηκε μετά θάνατον με το παράσημο του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης». Δύο εβδομάδες αργότερα, αποκαταστάθηκε και η Κάτια. Μετά θάνατον.