Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Από καυστικά σχόλια φίλων, αντιλαμβάνομαι πως ξέσπασε ένας μικρός νεοελληνικός χαμός μετά τη νίκη, τις προάλλες, του Τσιτσιπά. Ένας χαμός και μια αμάχη όχι ανάμεσα σε δύο φατρίες μόνο, αλλά σε πολλές: ανάμεσα σε δεξιούς, νεοδεξιούς, κεντρώους και λοιπούς κατά συριζαίων, αριστερών και λοιπών, ανάμεσα σε… ελιτιστές και μη, ανάμεσα σε φεμινιστές και μη, ανάμεσα σε οπαδούς και λάτρεις του αθλητισμού και μη, ανάμεσα σε όσους θεωρούν το τένις άθλημα των πλουσίων και σε φυσιολογικούς ανθρώπους, ανάμεσα σε όσους είναι κατά των φορολογικών κατοίκων εξωτερικού και κάποιων άλλων κ.ο.κ. Φυσικά, όπως όλες οι παρόμοιες διαμάχες, όλο αυτό έχει διάρκεια ζωής σκάρτες 48 ώρες: μετά ξεχνιέται, περνούν άλλες 48 ώρες διανοητικής αγρανάπαυσης, εν συνεχεία δε επινοείται ένα νέο πεδίο μαζικής μονομαχίας, ένα άλλο κεφάλαιο αψικόρου αμειψισποράς.
Για να μη βγάλω την ουρά μου απέξω, και για να μπω κι εγώ στο ρινγκ, να πω ότι προσωπικώς έχουν πάψει να με ενθουσιάζουν οι μεγάλες επιτυχίες των Ελλήνων αθλητών από τότε που έφυγε ο Γκάλης από τον Άρη, οπότε σαφώς και δεν είμαι το μέτρο. Επίσης, έχω σταματήσει να βλέπω τένις επί Μποργκ, οπότε είμαι κάτι σαν δεινόσαυρος — δεν πολυδικαιούμαι να ομιλώ. Έτσι, δεν συμμερίστηκα και τη (φυσιολογικότατη!) ειλικρινή χαρά των φίλων μου που παρακολουθούν το άθλημα με πάθος.
Από την άλλη, και σε αντίθεση με μια άλλη κατηγορία συμπατριωτών μου, προφανώς και δεν μπορώ να συναισθανθώ καμία… εθνική (!) υπερηφάνεια από τη νίκη ή το μεγαλείο ενός Έλληνα αθλητή σε ατομικό άθλημα, πόσο δε μάλλον μιας ελληνικής ομάδας στα παιχνίδια (τα παιχνίδια έχουν μπάλα, σε αντίθεση με τα αθλήματα): στα διεθνή ματς είμαι με τους ξένους. Τέλος, σαν γνήσιος εθνομηδενιστής —όπως όμορφα με κατηγορούν—, κρεμάω μούτρα και δεν μιλιέμαι τις σπανιότατες φορές που οι επισήμως εκπροσωπούντες τη γαλανόλευκη κατάγουν μια διεθνή επιτυχία κάπου: στο μπάσκετ, στον στίβο, στο κουμκάν, στη Μεγαλύτερη Λαγάνα ή αλλού.
Γιατί; Γιατί, είπαμε: καταρχάς είμαι οπαδός. Ένας οπαδός δεν είναι λαρτζ, συγγνώμη γι' αυτό. Είναι ταυτοτικά εμμανής. Τα υπόλοιπα αθλητικά δρώμενα τα βλέπω με μία σχετική βαρεμάρα. Ακόμη χειρότερα: θα έδινα πίσω όλα τα χρυσά μετάλλια (όχι ότι είναι και πολλά) που κατέκτησε η Ελλάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 19ου και του 20ού αιώνα, για ένα κύπελλο στον Άρη στην πρώτη εικοσιπενταετία τού 21ου — στην μπάλα.
Είναι αυτός ο μόνος λόγος; Όχι, δεν είναι. Αναφορικά με τις εθνικές ομάδες, και τις εθνικές αποστολές γενικώς, είναι και κάτι άλλο. Είναι που οι επιτυχίες τους, ομαδικές ή ατομικές (βέβαια όχι στους κρίκους και στο κανό-καγιάκ), μπορεί μεν να τονώνουν το ηθικό των συμπατριωτών μου (αυτό υποτίθεται πως είναι καλό, αν και δεν το έχει μετρήσει κανείς να μου πει ΠΟΣΟ καλό είναι τελικώς), μπορεί να τους δείχνουν ότι ένας άλλος δρόμος είναι εφικτός (αυτό είναι παραμύθι, αλλά οκέι), όμως τους κάνουν να ξεχνούν —για αυτές τις 48 ώρες που λέμε, καμιά φορά και για παραπάνω— πως είμαστε στο πατοκάζανο εν γένει. Κι εμένα αυτό το πατοκάζανο με μέλλει πιο πολύ από μια ή δυο ή δεκαδυό πρόσκαιρες νίκες.
Δηλαδή, πώς να το πω; Η ιαχή «γκολ» δεν μπορεί να καλύψει στ' αυτιά μου το «ουαί» από όλες τις άλλες ήττες μας σε οτιδήποτε ΠΡΑΓΜΑΤΙ μετριέται: από την κατανάλωση αντιβιοτικών, αίφνης, στην οποία είμαστε παγκόσμιοι πρωταθλητές, και την πρωτιά στα αυτοκινητικά δυστυχήματα —εκεί κονταροχτυπιόμαστε με κάτι ινδικά κρατίδια—, μέχρι την ποιότητα των πανεπιστημίων μας και το γεγονός ότι το μετρό έρχεται κάθε 10 λεπτά ΟΤΑΝ είναι στις καλές του μέρες. Ας χαίρονται άλλοι με τις λογής μπάλες, εγώ επιλέγω να είμαι ξινός.
Είναι αυτός ο κυριότερος λόγος; Ε, όχι, δεν είναι. Έτυχε να έχω καταλάβει από αρκετά παλιά πως οι εθνικές επιτυχίες συντηρούν και αναπτύσσουν τον θολοεθνικισμό μας. (Δηλαδή τον ελληνικό εθνικισμό, καθώς ο ελληνικός εθνικισμός πατά πάνω σε μια προκάτ σχεδία έτοιμη να διαλυθεί — οι εθνικισμοί των υπολοίπων, στερεοί ή μη, δεν με κόφτουν, είμαι Έλλην). Το «Αλβανέ, Αλβανέ, δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ» κυοφορείτο μεν στα πρωινάδικα των Παπαδάκηδων επί μία δεκαπενταετία, αλλά γεννήθηκε με τη δυστυχή κατάκτηση του Euro το 2004. Ένα σιχαμένο, καθαρά ναζιστικό σύνθημα που τραγουδούσε ΟΛΗ η Ελλάδα. Το Euro μάς έκανε Χρυσαυγίτες ΟΛΟΥΣ. Για λίγο; Για πολύ; Δεν ξέρω — εσείς να μου πείτε. Κι ο καημένος ο Τσιτσιπάς έγινε άθελά του αιτία να ακουστεί πάλι αυτή η τρομακτική συντομογραφία: DNA. Και κάτι άλλα σαχλά περί Ελλήνων, πράγματα που σε κάνουν να κοκκινίζεις… Για όνομα του καλού Θεού δηλαδή.
Και πάλι όμως: ούτε αυτός είναι ο βασικός λόγος που ακούω για ελληνική επιτυχία και με πιάνει τρέμουλο. Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν θα με πείραζε τόσο αυτή η κατάσταση αν όλα τα παραπάνω συντελούσαν —ρε αδερφέ— σε κατιτί καλό. Αμ δε. Ο εθνικισμός των Ελλήνων το ΜΟΝΟ που κάνει είναι να μου ακριβαίνει το ψωμί, και να με γεμίζει τρόμο. Τρόμο κανονικό. Να με φτωχαίνει. Είναι αντεθνικός από κεφαλής μέχρις ονύχων. Είναι κάτι βαρύτατα και πρωτογενώς Κακό. Και μπορεί μεν ο αθώος αθλητισμός (αθωότατος: ο αθλητισμός από μόνος του είναι μία εκ των Καλών Τεχνών) να μην είναι το μοναδικό του ποτιστήρι —αυτό δα έλειπε—, μα δεν είναι ούτε το έσχατο.
«Να μη χαιρόμαστε δηλαδή;» Να κάνετε ό,τι θέλετε βέβαια!
Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς, δεν αντιμετωπίζουμε σαν πρόσωπα αυτές τις καταστάσεις: παρασυρόμαστε από το ωραίο, δυνατό και αμίλητο κύμα της απαθούς ιστορίας.
Και επίσης ο Τσιτσιπάς τούς έσκισε τους άλλους. Τους έκλεισε το σπίτι.