Διαβάζουμε συστηματικά όσα γράφει ο καθ. Γιάννης Βούλγαρης γιατί πάντα έχουμε κάτι να μάθουμε ή να κατανοήσουμε καλύτερα και γιατί είναι ένας από τους ελάχιστους προοδευτικούς διανοούμενους, κάποιοι από αυτούς και ιστορικά στελέχη του Ρήγα Φεραίου που η «Πρώτη Φορά Εθνολαϊκιστική Αριστερά» δεν τους προκάλεσε νεοσυντηρητικά ανακλαστικά, θολώνοντας, ανεπανόρθωτα, την κρίση τους. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι πλέον αυτοί.
Έχει τόσο πολύ μεγάλη σημασία ένας πρώην αριστερός ή προοδευτικός να μη στρέφεται στο νεοσυντηρισμό;
Φυσικά και έχει γιατί στην πραγματικότητα αυτό φανερώνει τη στάση του απέναντι στις θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι περισσότεροι εκλογικεύουν τον κρατικό αυταρχισμό σε κάθε του εκδήλωση και αναπαράγουν κώδικες αλλά και ξεκάθαρα λεπενικές, ορμπανικές ακόμα και τραμπικές θέσεις, τις «απολαμβάνουμε» στο δημόσιο διάλογο όταν η συζήτηση στρέφεται στο προσφυγικό, την έμφυλη βία, τα δικαιώματα, την επιβολή των μέτρων της πανδημίας και εσχάτως και στη συζήτηση για τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του εμβολιασμού, Κι όλα αυτά μάλιστα με πρόσχημα την ανάγκη να μην επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Το «αντι-Συριζα» ως φερεντζές του νεοσυντηρητισμού.
Από τα πολλά και ενδιαφέροντα που αναφέρει ο Γιάννης Βούλγαρης στο άρθρο του που δημοσιεύθηκε το περασμένο Σάββατο στα «ΝΕΑ» επιλέγουμε να σχολιάσουμε την κατακλείδα του:
Γράφει ο Γιάννης Βούλγαρης:
«Ίσως όμως το πιο ισχυρό ρεύμα που υποφώσκει στην ελληνική κοινωνία κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο είναι η αυξανόμενη συνειδητοποίηση των παθογενειών της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και η ανάγκη υπέρβασής τους ώστε να βαδίσουμε στη νέα εποχή.
Αυτό φαίνεται ήδη να επιδρά ουσιωδώς αν και συνήθως υπόγεια, στην πολιτική-κομματική ατμόσφαιρα. Ερμηνεύει την κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη, εξηγεί τη στασιμότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που αντί να κατανοήσει την τάση, τη βαφτίζει «αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», υποδεικνύει (ή θα έπρεπε να υποδεικνύει) στο ΚΙΝΑΛ τον δρόμο της ενδυνάμωσής του.
Αν αυτό ισχύει, αν το ρεύμα αυτό είναι υπαρκτό και αποδειχτεί ανθεκτικό, τότε δημιουργείται μια νέα ηγεμονική κοινωνική πλειοψηφία, που αποκρούει τον συντηρητισμό και την εχθροπάθεια του αριστερόστροφου λαϊκισμού, ενώ ακόμα περισσότερο απεχθάνεται την ακροδεξιά βαρβαρότητα. Μια πλειοψηφία που συνειδητά ή διαισθητικά, επιθυμεί την αναδιάρθρωση του παλαιού κρατικιστικού – συντεχνιακού παραγωγικού μοντέλου, την αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης, την ισορροπημένη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, τις επενδύσεις και την υγιή επιχειρηματικότητα, την αναγέννηση της εκπαίδευσης ώστε να βελτιωθεί η προοπτική των νέων».
Μόνο που το ρεύμα αυτό υπάρχει ήδη. Αναδύθηκε από τις κάλπες των εκλογών του Ιουλίου του 2019, είναι οι ψήφοι που έδωσαν στη Νέα Δημοκρατία, τον Κυριάκο Μητσοτάκη για να είμαστε ακριβέστεροι, την πλειοψηφία και δεν εκφράζεται μόνο από τους πολιτικά ανέστιους κεντρώους και φιλελεύθερους. Ένα σεβαστό κομμάτι των παραδοσιακών ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας βλέπει πλέον τα πράγματα όπως ακριβώς τα περιγράφει ο Γιάννης Βούλγαρης.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αν δύο χρόνια μετά η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει ικανοποιήσει ή έχει διαψεύσει τα αιτήματα αυτού του κόσμου.
Η αλήθεια είναι πως η μέχρι τώρα αποτίμηση του έργου της κυβέρνησης είναι μια εξαιρετικά σύνθετη και δύσκολη υπόθεση γιατί ενώ «γίνονται πράγματα», σε θεμελιώδεις τομείς, όπως η Παιδεία και η Δικαιοσύνη, η κυβέρνηση δεν έχει να επιδείξει κάτι σημαντικό ενώ στα υπόλοιπα χαρτοφυλάκια το έργο που γίνεται, δείχνει αποσπασματικό και προσωποπαγές. Συνδέεται δηλαδή αποκλειστικά με τους επιτελείς της κυβέρνησης, κυρίως τους εξωκοινοβουλευτικούς που προέρχονται από την κεντροαριστερά. Σε όποια υπουργεία υπάρχουν καλά στελέχη, κάτι γίνεται. Στα υπόλοιπα κυριαρχεί η ακινησία.
Στα τόσο σημαντικά για τον κόσμο που περιγράφει στο άρθρο του ο καθηγητής σημεία, η κυβέρνηση αφήνει τον κόσμο ακάλυπτο. Αποφεύγει τις συγκρούσεις με το τέρας της άκρας δεξιάς περισσότερο από ανεμελιά και κυρίως για ευκολία, επιδίδεται σε μια άνευ προηγουμένου αντι-ΣΥΡΙΖΑ υστερία, λες και έχει μεγαλύτερη έννοια να κρατήσει ζωντανό τον τελειωμένο ΣΥΡΙΖΑ παρά να παράγει θετική πολιτική. Και μιας και αναφερόμαστε στη θετική πολιτική, ακόμα και στους τομείς που η κυβέρνηση έχει να επιδείξει έργο, το διαμεσολαβεί διαχειριστικά, χωρίς να το νοηματοδοτεί με όρους πολιτικούς, ως ένα νέο πολιτικό αφήγημα.
Το ρεύμα λοιπόν υπάρχει αλλά για την ώρα κανείς δεν δείχνει πρόθυμος να το εκφράσει. Και ούτε και πρόκειται. Ακόμα κι αν αυτός που μπορεί να το κάνει ξέρει πάρα πολύ καλά πως είναι ο μόνος τρόπος να γράψει ιστορία. Οι αιτίες είναι πολλές και σίγουρα θέμα για άλλο σημείωμα.