Υεμένη: Ένας ξεχασμένος πόλεμος

Υεμένη: Ένας ξεχασμένος πόλεμος

Του Δρ Σπυρίδωνος  Πλακούδα*

Η Αραβική Άνοιξη και η Υεμένη

H Υεμένη αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της αποτυχημένης έκβασης της Αραβικής Άνοιξης. Ύστερα από βίαιες διαδηλώσεις 13 μηνών (27/1/2011-27/2/2012), ο επί 23 έτη πρόεδρος της (ενοποιημένης από το 1990 και εντεύθεν) χώρας, Ali Abdullah Saleh, παραιτήθηκε δίχως όμως η τάξη πραγμάτων να ομαλοποιηθεί διόλου. Σύντομα η χώρα διολίσθησε στην αναρχία και εν τέλει τον εμφύλιο πόλεμο καθώς στην χώρα δεν υπήρχε μια παράδοση δημοκρατικής διακυβέρνησης – ούτε καν ισχυρή ενοποιητική ταυτότητα. Η χώρα ενοποιήθηκε πρόσφατα (μόλις το 1990) και ατελώς (εις βάρος της πρώην κομμουνιστικής νότιας Υεμένης). Οι Χούθι, πολεμοχαρείς ορεσίβιες φυλές της βόρειας Υεμένης που ασπάζονται μια εκδοχή του Σιιτικού Ισλάμ (Zayidi), εκμεταλλεύτηκαν την αναρχία για να επεκτείνουν την εξουσία τους προς Νότο και, εν τέλει, να εκπορθήσουν την ίδια την πρωτεύουσα τον Σεπτέμβριο του 2014 υπό το απαθές βλέμμα των κυβερνητικών ενόπλων δυνάμεων (που εν πολλοίς υποστήριζαν ακόμα τον εκπεπτωκότα πρόεδρο Saleh).

Η ορμητική προέλαση των Χούθι και η κατάληψη των 3/5 της επικράτειας εντός ολίγων εβδομάδων αναστάτωσε τη Σαουδική Αραβία. Ως υπέρμαχος του Σουνιτικού Ισλάμ και διαρκών επεμβαίνων στις εσωτερικές υποθέσεις της Υεμένης από την εποχή του εμφυλίου πολέμου στη βόρεια Υεμένη εν μέσω Ψυχρού Πολέμου (1962-1970), ο Οίκος των Σαούντ επενέβη ώστε να ανακόψει την επέλαση του Ιράν στην περιοχή. Υποστηρίζοντας διακριτικά τους Χούθι, το Ιράν επεξέτεινε την ισχύ και την επιρροή του στην Μέση Ανατολή δραματικά. Ενδεικτικά, το (μη Αραβικό) Ιράν ελέγχει επί του παρόντος τέσσερις πρωτεύουσες του Αραβικού Κόσμου δια των αντιπροσώπων / συμμάχων του: την Βηρυτό του Λιβάνου μέσω της Χεζμπολλάχ, την Δαμασκό της Συρίας μέσω του Άσαντ, την Βαγδάτη του Ιράκ μέσω των εκεί Σιιτών και την Σαναά της Υεμένης. Πριν την έξοδο του Ιράν από την διπλωματική απομόνωση ένεκα του πυρηνικού προγράμματός του, ο έλεγχος επί των τεσσάρων Αραβικών πρωτευουσών προσέδιδε στην Τεχεράνη ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στις συνομιλίες με τις μεγάλες δυνάμεις.

Σιίτες εναντίον Σουνιτών στην Υεμένη

Ο νόμιμος πρόεδρος της χώρας, al-Hadi, αναζήτησε καταφύγιο στην γειτονική Σαουδική Αραβία και αιτήθηκε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας για την παλινόρθωσή του στο προεδρικό αξίωμα. Συν τις άλλοις, η προέλαση των Χούθι κατά του Άντεν, της πρώην πρωτεύουσας της κομμουνιστικής νότιας Υεμένης, και προπύργιο του πρώην προέδρου al-Hadi σήμανε συναγερμό στο Ριάντ καθώς η πτώση του λιμανιού θα σηματοδοτούσε την ολοκληρωτική νίκη των Χούθι. Ο Οίκος των Σαούντ είχε συγκρουστεί στο παρελθόν με τους Χούθι, οι οποίοι συνιστούσαν μια μείζονα απειλή για την ασφάλεια των νότιων παραμεθόριων περιοχών του βασιλείου αλλά και για την νομιμοφροσύνη της πολυπληθούς Σιιτικής μειονότητας του βασιλείου (η οποία παραμένει συγκεντρωμένη στις ανατολικές πετρελαιοφόρες επαρχίες της χώρας). Το 2009 ο Οίκος των Σαούντ είχε εξαπολύσει επίθεση εναντίον των εξεγερθέντων Χούθι, σε συνεργασία πάντοτε με τη νόμιμη κυβέρνηση της Υεμένης, η οποία απέτυχε οικτρά. Το 2015, όμως, το Ριάντ δεν επενέβη μόνο του. Τουναντίον, ηγήθηκε ενός συνασπισμού των περιφερειακών Σουνιτικών δυνάμεων με διακηρυγμένο στόχο την αποκατάσταση της νόμιμης κυβέρνησης του al-Hadi. Στον διεθνή (Σουνιτικό) συνασπισμό συμμετείχαν χώρες όπως το Μαρόκο, το Πακιστάν και η Αίγυπτος. Η χώρα του Νείλου αποσκοπούσε να εκπληρώσει δύο πρωταρχικούς στόχους με την επέμβασή της στο πλευρό της Σαουδικής Αραβίας. Πρώτον, το νεοπαγές καθεστώτος του (πρώην στρατάρχη και νυν προέδρου) al-Sisi ήθελε να συμπαρασταθεί στον κύριο χρηματοδότη του ύστερα από το αιματηρό πραξικόπημα το 2013. Και δεύτερον, η Αίγυπτος ήθελε να ελέγξει τα Στενά του Άντεν – μια περιοχή καίριας γεωστρατηγικής βαρύτητας. Άλλωστε, η Αίγυπτος επί Νάσερ είχε επέμβει το 1962 κατά τον εμφύλιο πόλεμο στην βόρεια Υεμένη αλλά αποχώρησε το 1967 κακήν κακώς. Παραδόξως, η επέμβαση στην Υεμένη έλαβε χώρα με τη σιωπηρή συγκατάθεση των ΗΠΑ. Η Ουάσινγκτον παραχώρησε (όπως στην Λιβύη) την πρωτοβουλία  των κινήσεων σε τοπικούς συμμάχους της για επέμβαση σε μια χώρα που δεν ανήκει στις προτεραιότητες της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Ο διεθνής συνασπισμός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας υπερείχε συντριπτικά έναντι των Χούθι αλλά οι τελευταίοι δεν πτοήθηκαν. Ούτε οι σφοδροί αεροπορικοί βομβαρδισμοί κατά των θέσεών του κατάφεραν να κάμψουν το ηθικό του. Επειδή ακριβώς οι Χούθι προέλασαν έως το κέντρο του Άντεν σε πείσμα των αεροπορικών επιδρομών, ο διεθνής συνασπισμός αποφάσισε να αποστείλει μια χερσαία εκστρατευτική δύναμη. Ύστερα από σφοδρές οδομαχίες εβδομάδων, οι Χούθι ηττήθηκαν και οι περιοχές στα πέριξ του Άντεν περιήλθαν εκ νέου στην κατοχή του στρατοπέδου του al-Hadi. Όμως η προέλαση στο εσωτερικό της χώρας αποδείχθηκε οδυνηρή. Οι ένοπλες δυνάμεις της Υεμένης παραμένουν πιστές στον επί χρόνια πρόεδρο al-Saleh ο οποίος οπορτουνιστικά συμμάχησε με τους Χούθι. Συν τις άλλοις, η υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού προς τον al-Hadi δεν εκτεινόταν πέραν της νότια Υεμένης και το οροπέδιο της Σαναά διάκειτο φιλικά προς τους Χούθι και τον al-Saleh. Δίχως υποστήριξη από τον τοπικό πληθυσμό μια κυβέρνηση δεν μπορεί να νικήσει ολοκληρωτικά ένα αντάρτικο όπως έχει καταδείξει η ιστορία πλειστάκις στο παρελθόν.

Η Επέλαση των Τζιχαντιστών στην Υεμένη

Παρά τη συμβατική σοφία περί μη διεξαγωγής επιχειρήσεων σε περιοχές με μη φιλικό πληθυσμό, ο διεθνής συνασπισμός συνέχισε την αργή και επίπονη προέλασή του προς βορράν. Παρ' όλο που αρκετές περιοχές της ανατολικής Υεμένης έχουν περιέλθει εκ νέου στην κατοχή του al-Hadi, το οροπέδιο της Σαναά (που φιλοξενεί την πρωτεύουσα και την πλειοψηφία του πληθυσμού) παραμένει απροσπέλαστο προς το παρόν για τον al-Hadi και τους συμμάχους του. Το κυβερνητικό στρατόπεδο έχει υποστεί επίσης βαρύτατες απώλειες (π.χ. την απώλεια αεροσκαφών και ελικοπτέρων) δίχως να επιτύχει μια συντριπτική νίκη εις βάρος των ανταρτών Χούθι. Ακόμα χειρότερα, η Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου (της οποίας η ισχυρή παρουσία είχε οδηγήσει σε άνευ προσκλήσεως επιδρομές από UAV των ΗΠΑ εντός του εδάφους της Υεμένης) έχει αδράξει την ευκαιρία να επεκτείνει τον έλεγχό της στο 1/3 περίπου της χώρας. (κεντρικές και νότιες επαρχίες). Παρομοίως, το Ισλαμικό Κράτος έχει πρόσφατα εδραιώσει την εξουσία στο κεντρικό τμήμα της χώρας και έχει εξαπολύσει πολύνεκρα βομβιστικά χτυπήματα κατά των Χούθι λόγω ιδεολογικής αντιπαλότητας.

Όπως ακριβώς στη Συρία, ένας εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε ως ένας «πόλεμος δια αντιπροσώπων» μεταξύ των Σιιτών και Σουνιτών και μετεξελίχθηκε σε έναν «πόλεμο όλων εναντίον όλων» (ή bellum omnium contra omnes). Οι τζιχαντιστές (Αλ Κάιντα και Ισλαμικό Κράτος), οι Χούθι και η παράταξη του al-Hadi έχουν εμπλακεί σε έναν πόλεμο δίχως ορατό τέλος παρά τις όποιες ειρηνευτικές προσπάθειες έχει αναλάβει το (ουδέτερο) Ομάν. Ο μεγάλος χαμένος στον πόλεμο αυτό αναδεικνύεται ο πληθυσμός. Στους ήδη χιλιάδες νεκρούς αμάχους προστίθενται τα εκατομμύρια των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας και των επιδημιών σε μια χώρα που εισάγει το 90% των τροφίμων της. Προς το παρόν η κατάσταση στο πεδίο της μάχης χαρακτηρίζεται ως τέλμα: οι Χούθι δεν μπορούν να νικήσουν τους αντιπάλους τους και αντιστρόφως. Μεγάλοι κερδισμένοι στον πόλεμο αυτό αναδεικνύονται πέραν πάσης αμφιβολίας οι τζιχαντιστές. Η δημιουργία τζιχαντιστικών θυλάκων στην κεντρική Υεμένη, στο πρότυπο της Λιβύης, εγκυμονεί κινδύνους για τη διεθνή ναυσιπλοΐα στα Στενά του Άντεν αλλά και την παραγωγή πετρελαίου στη γειτονική Σαουδική Αραβία.

 

* Ο Δρ Σπυρίδων Πλακούδας είναι μεταδιδακτορικής ερευνητής στην έδρα Στρατηγικών Σπουδών «Θουκυδίδης», ΓΕΕΘΑ / Πανεπιστήμιο Μακεδονίας καθώς επίσης  διδάσκει στην ΣΕΘΑ