Η τελευταία δημοπρασία των Sotheby’s έδειξε πανηγυρικά πως η κατηγορία «Old Master» παραμένει αξία ανεκτίμητη! Το υπέροχο πορτρέτο του Φλωρεντινού νέου από τον Μποτιτσέλι άλλαξε χέρια στην τιμή των 92.184.000 δολ. κι αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο πολύτιμα έργα ζωγραφικής που έχουν βγει σε δημοπρασία.
Ο δεύτερος υψηλότερος σε πωλήσεις πίνακας ήταν η «Αποκαθήλωση» του Hugo Van der Goes, ένα εμβληματικό έργο της λατρευτικής τέχνης που συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο αντιπροσωπευτικών δειγμάτων της πρώιμης ολλανδικής τέχνης (πωλήθηκε κοντά στην αρχική τιμή εκτίμησης, στα 3.350.000 δολ.).
Η κατηγορία των «Παλαιών Δασκάλων» ανάγεται στην περίοδο μεταξύ του 14ου και 18ου αιώνα κι αφορά έργα θρησκευτικού ή τοπιογραφικού περιεχομένου. Το κοινό τους είναι μεγαλοσυλλέκτες, μουσεία και ισχυρά ιδρύματα. Πέρα από τη χρονική απόσταση που καθιστά τα έργα αυτά μουσειακά, η μοναδικότητά τους έγκειται στο γεγονός ότι δεν επανεμφανίζονται συχνά προς πώληση.
Στην Ελλάδα, καθώς συμπληρώνουμε δύο αιώνες από την εθνεγερσία, δεν μπορούμε να μιλάμε για αντίστοιχη καλλιτεχνική παραγωγή, ούτε βεβαίως για ονόματα που «πιάνουν» στους οίκους ανάλογες τιμές. Ο μεγαλύτερος παραγγελιοδότης στον τόπο μας δεν ήταν οι αστοί, αλλά η Εκκλησία και οι εικόνες που σώζονται, κυρίως από την βενετοκρατούμενη Κρήτη, θα μπορούσε να λεχθεί ότι φέρουν την υπογραφή – όσες έχουν βεβαιωθεί – των «Μεγάλων Ελλήνων Δασκάλων».
Επάξια τον τίτλο του κορυφαίου Έλληνα «Old Master» κατέχει ο El Greco. Του αποδίδουμε τον εθνοτικό όρο, όχι για λόγους πατριωτισμού, αλλά διότι στη γενέτειρά του, το Ηράκλειο, ανδρώθηκε κι έφυγε στη Δύση φτασμένος πια καλλιτέχνης. Αυτό μας το έδειξε περίφημα πριν από έξι χρόνια, η έκθεση στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος πριν από τον El Greco».
Λιγότερο γνωστός στο ελληνικό κοινό, είναι ο Antonio Vassilacchi (1556-1629). Ο Βασιλάκης γεννήθηκε στη Μήλο, αλλά νεαρός στα χρόνια ταξίδεψε στη Βενετία και μαθήτευσε κοντά στον Πάολο Βερονέζε. Ζωγράφισε πολλές τοιχογραφίες στο επισκοπικό παλάτι του Τρεβίζο, στην εκκλησία Sant’Agata στην Πάδοβα και σε άλλες εκκλησίες της Βενετίας. Μετά την πυρκαγιά που κατέστρεψε το παλάτι των Δόγηδων (1577), ζωγράφισε όλες τις μεγάλες αίθουσες του παλατιού. Τα έργα του, όπως και του Ελ Γκρέκο, εμφανίζονται προς πώληση σε δημοπρασίες των Old Masters. Στο Invaluable μπορείτε να πάρετε μία ιδέα από τις τιμές των έργων του.
Σύγχρονος και συντοπίτης του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, ήταν ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες της μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Γεννήθηκε γύρω στα 1530 στον Χάνδακα και μαθήτευσε σε εργαστήριο του περιβάλλοντος του Θεοφάνη Στρελίτζα-Μπαθά, με τον οποίο η τέχνη του παρουσιάζει συγγένεια. Κι αυτός ταξίδεψε στη Βενετία όπου φιλοτέχνησε εικόνες για τον ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου. Επέστρεψε στην Κρήτη, όπου συνέχισε την επαγγελματική του δραστηριότητα, περιβαλλόμενος από κύρος και αποκαλούμενος «διδάσκαλος». Προσείλκυσε μεγάλες παραγγελίες και δημιούργησε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, που σήμερα βρίσκονται στο Ηράκλειο και την Κέρκυρα. Λεπτομέρεια με μια παράδοξη επικαιρότητα: υπήρξε μάλλον θύμα μιας φοβερής επιδημίας της εποχής (πανώλη). Ήδη, όμως, από τότε, τα σχέδιά του μετά τον θάνατό του έγιναν ανάρπαστα.
Αντιπροσωπευτικός ζωγράφος του κρητικού μανιερισμού ήταν ο Γεώργιος Κλόντζας. Γεννημένος τη δεκαετία του 1530 στον Χάνδακα, έζησε εκεί το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ένας μεγάλος αριθμός έργων του βρίσκεται στη Βενετία, στην Πάτμο, στο Σινά, στη Ζάκυνθο και αλλού. Διάσημος για τις φορητές εικόνες του -οι περισσότερες από τις οποίες είναι μικρογραφίες- και για τα τρίπτυχά του, ο Κλόντζας δημιούργησε ένα εντελώς προσωπικό ύφος που επηρέασε τους συγχρόνους του αλλά και τους ζωγράφους της επόμενης γενιάς όπως ο Θεόδωρος Πουλάκης και ο Ηλίας Μόσκος. Έβλεπε ένα θέμα διαδεδομένο στη δυτική τέχνη και προσπαθούσε να το εντάξει στην ανατολική παράδοση, γεγονός που δείχνει την ισχυρή προσωπικότητά του και τις μεγάλες του ικανότητες.
Το επώνυμο Λαμπάρδος το συναντάμε σε δύο αγιογράφους στο τέλος του 16ου αιώνα και των αρχών του 17ου. Διατήρησαν και οι δύο την βυζαντινή παράδοση και φιλοτέχνησαν πολλές εικόνες, ιδίως στους ναούς των Επτανήσων. Ήταν μέλη μεγάλης, αριθμητικά, οικογένειας ζωγράφων από το Ρέθυμνο, που εργάζονταν, όμως, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ο πρώτος Εμμανουήλ Λαμπάρδος ήταν θείος του μεταγενέστερου Εμμανουήλ Λαμπάρδου και φιλοτεχνούσαν μαζί στο κοινό εργαστήριο μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Η σταθερή υψηλή ποιότητα των έργων με την υπογραφή Λαμπάρδου και ο σημαντικός αριθμός έργων που σώζονται, μαρτυρούν καλά οργανωμένο και παραγωγικό εργαστήριο. Ο κοινός τύπος υπογραφής των δύο ομώνυμων ζωγράφων πιθανότατα αποτελούσε για την ευρεία πελατεία τους μια εγγύηση ποιότητας, ένα σήμα κατατεθέν του εργαστηρίου και γενικότερα όλων των μελών της οικογένειας.
Μάστορας ήταν και ο Ρεθυμνιώτης Εμμανουήλ Τζάνες (Ρέθυμνο, 1610 - Βενετία, 28 Μαρτίου 1690). Ο Τζάνες ξεχώρισε για την ικανότητά του στη λεπτολόγο απόδοση των ιταλικών πολυτελών υφασμάτων και των κεντημάτων. Το ίδιο συμβαίνει και στα πρόσωπα που αποδίδει, δίνοντας έμφαση σε μορφολογικά ή ανατομικά χαρακτηριστικά, όπως η διάταξη της κόμης ή οι φλέβες αντίστοιχα. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του διακρίνεται πέρα από την ικανότητα στο σχέδιο, στην απόδοση της λεπτομέρειας.
Από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της τελευταίας περιόδου της Κρητικής Σχολής, είναι ο Χανιώτης ζωγράφος Θεόδωρος Πουλάκης. Γεννημένος γύρω στα 1620, παρέμεινε εκτός από τη Βενετία για πολλά χρόνια στην Κέρκυρα, όπου και πέθανε το 1692. Σαφή πρότυπα του Πουλάκη, όπως έχει δείξει ο έγκριτος ερευνητής Γιάννης Ρηγόπουλος, είναι τα χαρακτικά φλαμανδών καλλιτεχνών. Την ίδια περίπου περίοδο έδρασε και ο Ρεθυμνιώτης Λέος Μόσκος. Αυτός ο μαΐστορας της εικονογραφίας διέφυγε τα στερεότυπα της βυζαντινής ζωγραφικής και η χρυσοκονδυλιά του απέδιδε χάρη στις εικόνες του. Έργα του σώζονται σε ναούς, ιδιωτικές συλλογές και μουσεία.
Μαθητής του Μόσκου είναι ένας από τους επιφανείς ζωγράφους της Εθνικής μας Πινακοθήκης, ο Παναγιώτης Δοξαράς. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, γεννήθηκε στο Κουτήφαρι της Μάνης, όμως περίπου το 1665 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο που βρισκόταν υπό ενετική κατοχή. Στα πρώτα γνωστά του έργα συγκαταλέγεται η εικόνα του Χριστού ως Αρχιερέα, που φιλοτέχνησε το 1691 για την Κυρία των Αγγέλων στη Ζάκυνθο και η οποία αργότερα επιζωγραφίστηκε από το Νικόλαο Κουτούζη. Στο γύρισμα του αιώνα και έως το 1704 έζησε στην Ιταλία, όπου κατά πάσα πιθανότητα σπούδασε ζωγραφική. Στη ζωγραφική στράφηκαν και δύο από τα οκτώ παιδιά του Δοξαρά, ο Νικόλαος και ο Δημήτριος.
Στα όρια των Ελλήνων Old Masters (πριν το 1800) μπορούν να συμπεριληφθούν και κάποιοι εκπρόσωποι από την Επτανησιακή Σχολή μιας και αποτελεί το πρώτο ελληνικό καλλιτεχνικό ρεύμα με σαφείς δυτικοευρωπαϊκές επιρροές. Έργα αυτής της σχολής μπορούμε να βρούμε συχνότερα στις εγχώριες δημοπρασίες και σε τιμές σχετικά προσιτές.