Αν και είναι πράγματι πολύ νωρίς για να φανεί στο σύνολό της η μεγάλη εικόνα, τα μηνύματα που έρχονται το τελευταίο διάστημα από την απέναντι ακτή του Ατλαντικού γίνονται όλο και πιο σαφή.
Μήνυμα πρώτο: Όσο διαρκή η πανδημία και απειλείται η οικονομία η εσωτερική πολιτική θα αποτελεί και για τη νέα Διοίκηση Μπάιντεν απόλυτη προτεραιότητα.
Μήνυμα δεύτερο: Στο βαθμό που θα το επιτρέψουν οι ενδοευρωπαϊκές διαφοροποιήσεις, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ των εταίρων της ευρωατλαντικής συμμαχίας θα είναι στόχος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μοναδικό πρόταγμά της θα είναι υποχρεωτικά η κοινή ασφάλεια και άμυνα ΗΠΑ και ΕΕ.
Μήνυμα τρίτο: Από κλινικά νεκρό (κατά Μακρόν) το ΝΑΤΟ θα ανασυσταθεί για να ξαναβρεθεί στο επίκεντρο της συνεργασίας των δυτικών κρατών αλλά με το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο να μετασχηματίζεται ταυτόχρονα από αμυντικός Οργανισμός σε διεθνές γεωπολιτικό φόρουμ με τις σχέσεις του να δομούνται έχοντας ως κεντρικό άξονά τους το παγκόσμιο εμπόριο.
Μήνυμα τέταρτο: Με το στρατηγικό δόγμα του να παραμένει εστιασμένο στην ενίσχυση της αποτρεπτικής του δύναμης έναντι της Ρωσίας του Πούτιν, ο επανασχεδιασμός της στρατηγικής του ΝΑΤΟ, που άρχισε επί Προεδρίας Τραμπ, θα συνεχιστεί με το βλέμμα όμως στραμμένο στην Κίνα και την απειλή που η τελευταία αντιπροσωπεύει για την οικονομική υπεροχή της Αμερικής. Άρα και οι ευρωατλαντικές σχέσεις θα ρυθμίζονται ανάλογα με την στάση που οι επί μέρους συμμαχικές δυνάμεις θα τηρούν στον κλιμακούμενο εμπορικό ανταγωνισμό με την γενέτειρα του Κονφούκιου χώρα των δράκων.
Μήνυμα πέμπτο: Για απροσδιόριστο ακόμα διάστημα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσαρμόζουν την στρατηγική τους στην πολυμέρεια των σημερινών διεθνών σχέσεων χωρίς να τις επαναφέρουν αναγκαστικά στον διπολισμό της ψυχροπολεμικής εποχής. Απλώς θα απαιτούν από τις περιφερειακές δυνάμεις να μην αντιστρατεύονται τα συμφέροντά τους.
Μήνυμα έκτο: Το κυρίως ζητούμενο είναι η Δύση (δηλαδή η Δημοκρατία) να γίνει παγκόσμια. Άρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι την Αυστραλία οι σύμμαχοι οφείλουν να σταθούν αλληλέγγυοι όχι μόνον απέναντι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ασφάλειά τους αλλά και σε αυτές που εκπορεύονται από την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας κάνοντας δύσκολες επιλογές προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των κοινών αξιών και κανόνων.
Μήνυμα έκτο: Απέναντι στην Τουρκία θα υπάρξει αυστηρότητα. Οι τελικές αποφάσεις της για τους S400 θα είναι το πρωταρχικό κριτήριο στην αξιολόγησή της. Αν επιμείνει σε επιλογές που αντιβαίνουν στα συμφέροντα των ΗΠΑ, θα καταστεί λιγότερο ασφαλής επειδή ΗΠΑ και ΝΑΤΟ δεν θα την υποστηρίζουν στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά.
Μήνυμα έβδομο: Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να εργάζονται σκληρά για να επανασυνδέσουν την Τουρκία με την ευρωατλαντική κοινότητα. Το ερώτημα είναι αν η ίδια η Τουρκία επιθυμεί να παραμείνει σε αυτήν.
Μήνυμα όγδοο: Επειδή είναι άγνωστο το πώς θα εξελιχθούν οι γαλλογερμανικές σχέσεις, που σήμερα βρίσκονται σε πολύ διαφορετικές πλευρές της εξίσωσης, οι ΗΠΑ προχωρούν ήδη σε μια νέα εξισορρόπηση των σχέσεων στην περιοχή ενισχύοντας την συνεργασία τους με την Ελλάδα. Γενικότερα οι ΗΠΑ θα προσπαθούν να οικοδομήσουν πόλους σταθεροποίησης γύρω από την ολοένα και πιο ασταθή τουρκική περιφερειακή στρατηγική.
Μήνυμα ένατο: Η επιστροφή της Αμερικής στην περιοχή δεν θα είναι άμεση. Θα γίνει έμμεσα, σταδιακά και δια αντιπροσώπων. Σίγουρα η Διοίκηση Μπάιντεν θα είναι πιο ενεργή. Αλλά σε ρητορικό επίπεδο κυρίως. Θα υπάρχουν άνθρωποι, διαδικασίες και ειδικοί απεσταλμένοι. Αλλά δεν θα υπάρχει ένας Χόλμπρουκ που θα εμφανίζεται στην μέση μιας κρίσης και θα βάζει τα πράγματα στην θέση τους.
Μήνυμα δέκατο: Το "δόγμα Μπάιντεν" είναι προς το παρόν η αποκατάσταση της διεθνούς αξιοπιστίας της Αμερικής, της συμμαχικής της δομής και της επιστροφής στην πολυμέρεια. Άρα δεν θα είναι η Αμερική η επισπεύδουσα σε έναν διπολικό γαιωστρατηγικό ανταγωνισμό.
Συνελόντι ειπείν με τα λόγια της Χέδερ Κόνλεϊ, senior αντιπροέδρου για την Ευρώπη, την Ευρασία και την Αρκτική, και διευθύντριας του προγράμματος Ευρώπη, Ρωσία και Ευρασία του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS), "είναι άδικο να κατηγορούμε μια προεδρία, την προεδρία Τραμπ, για κάτι που συμβαίνει εδώ και 10-15 χρόνια…Πρέπει πρώτα να ξεκινήσουμε σταδιακά να συμμετέχουμε στο τραπέζι του διαλόγου με τον υπόλοιπο κόσμο" (βλ. συνέντευξή της στην "Καθημερινή της Κυριακής 7.2.2021). Και ο νοών νοείτω.
Με άλλα λόγια υπομονή μέχρι να εξαντλήσει ο Ερντογάν τα όρια της υπομονής των Αμερικανών και οι Ευρωπαίοι εταίροι τα όρια της αμφιθυμίας τους απέναντι στους Κινέζους.
Μέχρι τότε οι μεν Ευρωπαίοι μπορεί και να έχουν καταφέρει να συνεννοηθούν, οι δε Τούρκοι να έχουν αποφασίσει τι θα κάνουν με τον Ερντογάν. Για την ακρίβεια να έχουν αποφασίσει οι εθνικιστές και αντιδυτικοί πολιτικοί σύμμαχοί του μέχρι πού θα ανεχθούν τα "ανοίγματά" του στην Δύση. Εκτός και αν εν τω μεταξύ η Δύση έχει γίνει παγκόσμια και αυτοί ξεμείνουν από εχθρούς. Αν όμως κάνουν εχθρό τους τον σημερινό σύμμαχό τους Τούρκο Πρόεδρο, θα μάθουμε τουλάχιστον αν ο τελευταίος θα συνεχίσει να προκαλεί την Ελλάδα απειλώντας την με τους "τρελούς Τούρκους.
Γιατί το έχουμε ξαναπεί: politics is always local.
Τουτέστιν μεθερμηνευόμενον ότι ακόμα και οι γεωστρατηγικοί προσανατολισμοί μιας κυβέρνησης υπόκεινται στον έλεγχο της κοινής γνώμης και εξαρτώνται από τις προτιμήσεις της.
Όσο, λοιπόν, ο Ερντογάν βλέπει ότι οι επιλογές του αντέχουν στην βάσανο των δημοσκοπήσεων, θα συνεχίσει να τεντώνει το σχοινί των ελληνοτουρκικών σχέσεων αδιαφορώντας για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του από τον διεθνή παράγοντα.
Ρητορικά μάλιστα ίσως και να το τραβήξει ακόμα περισσότερο, αν έτσι κάνει τους συμπατριώτες του να ξεχάσουν τα οικονομικά τους βάσανα και να ξεσπάσουν δαιμονοποιώντας τους γείτονες τους.
Εκτός κι αν η οικονομική κρίση αποτρελάνει τους "τρελούς Τούρκους" και θελήσουν να πάρουν και τα όπλα εναντίον τους. Αργά, όμως, ή γρήγορα θα συνειδητοποιήσουν ότι ολόκληρη Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε επειδή δεν άντεξε η οιικονομία της στον ανταγωνισμό των αντιπάλων της. Άσε που μέχρι να καταλάβουν τι εννοούσε ο άλλος λέγοντας "its the economy stupid, οι γείτονές τους ίσως να έχουν και μερικά Rafales παραπάνω. Τα οποία μάλιστα δεν θα χρησιμοποιούν Πακιστανούς πιλότους.