Στην Ελλάδα άλλαξε (δύο μπασκετικές) θέσεις. Απέκτησε νέες συνήθειες και τρόπο ζωής. Παραλίγο να αλλάξει και... υπηκοότητα. Ο Μάικ Μπατίστ αγωνίστηκε για δέκα χρόνια στην ομάδα μπάσκετ του Παναθηναϊκού (2003 – 2012 και 2013 – 2014) και για πολλούς – ακόμη και για τον εαυτό του – έγινε σχεδόν Ελληνας. Ο 43χρονος νυν βοηθός προπονητή στους Ορλάντο Μάτζικ δεν ξεχνά τις εμπειρίες του στα μέρη μας και θυμήθηκε πολλές εξ αυτών σε συνέντευξή του σε podcast της ομάδας του ΝΒΑ.
Ο Αμερικανός παλαίμαχος φόργουορντ, ο οποίος υπέγραψε στο «τριφύλλι» ως σμολ φόργουορντ, «μετατέθηκε» σε θέση «4» και έφτασε να είναι ένας από τους αποτελεσματικότερους σέντερ των ευρωπαϊκών παρκέ, άρχισε την αναπόλησή του λέγοντας ότι «δεν ήξερα όταν υπέγραψα στον Παναθηναϊκό ότι ήταν μία ομάδα με τεράστιο μέγεθος». Με τους «πράσινους» κατέκτησε τρία τρόπαια στην Ευρωλίγκα, εννέα πρωταθλήματα και επτά Κύπελλα Ελλάδας. Πλέον θεωρεί την Ελλάδα «δεύτερο σπίτι μου» και είχε σκεφτεί κάποια στιγμή να αποκτήσει και ελληνικό διαβατήριο.
Ο Μπατίστ εξήγησε πως «στην Ευρώπη πιστεύουν ότι οι Αμερικανοί είναι ατομιστές και τεμπέληδες... Εγώ ήθελα να δείξω ένα διαφορετικό πρόσωπο, να δώσω μία άλλη οπτική στο κοινό. Πλέον στην Ευρωλίγκα παίζει ο μικρόσωμος για σέντερ, Κάιλ Χάινς (σ.σ.: πρώην παίκτης Ολυμπιακού και ΤΣΣΚΑ Μόσχας και νυν του Μιλάνο), που έχει κερδίσει τέσσερα τρόπαια. Χαίρομαι που κάποιοι συμπατριώτες μου μιμήθηκαν το παιχνίδι μου». Παραδέχθηκε «τις δυσκολίες στην αρχή, καθώς ο κόουτς Ζέλικο Ομπράντοβιτς είναι πολύ απαιτητικός. Αν δεν έκανες καλά τη δουλειά του, θα τα άκουγες ακόμη και αν η σύζυγός σου ήταν στην εξέδρα! Κατάλαβα γρήγορα, ότι τίποτα δεν ήταν προσωπικό...».
Μίλησε «για την αλλαγή θέσεων από σμολ και πάουερ φόργουορντ σε αυτή του σέντερ και στην τρίτη σεζόν γνώριζα τι πρέπει να κάνω. Νομίζω ότι γίναμε δυναστεία στην Ευρώπη. Δεν πρέπει να υπήρξε άλλος σύλλογος που να πέτυχε ό,τι εμείς σε εννέα χρόνια. Υπήρχαν στιγμές που αισθανόμασταν τόσο σταρ όσο και οι παίκτες των Λέικερς!». Ο Μπατίστ επισήμανε ότι «γι’ αυτό δεν θέλησα να επιστρέψω στο ΝΒΑ, μετά τη μικρή θητεία μου στο Μέμφις. Στην Ελλάδα περνούσα καλά κι εγώ και η οικογένειά μου. Με αγαπούσαν και κερδίζαμε τίτλους».
Από την πορεία του στον Παναθηναϊκό θυμάται τις επιτυχίες και δεν ξεχνά κυρίως το φάιναλ φορ της Αθήνας, το 2007. Αφηγήθηκε πως «στον τελικό με την ΤΣΣΚΑ, ενώ το γήπεδο χωρά 18.000 θεατές, πρέπει να υπήρχαν στην εξέδρα 25.000. Νικήσαμε την περσινή πρωταθλήτρια με δύο πόντους διαφορά και ξέρουμε ότι ήταν και πολυτέλεια και πλεονέκτημα ότι παίζαμε στο γήπεδό μας». Δεν παρέλειψε, μάλιστα, ένα σχόλιο για τον άλλοτε συμπαίκτη του, Δημήτρη Διαμαντίδη.
«Ο “Μήτσος” θα μπορούσε αν ήθελε να παίξει και στο ΝΒΑ! Το απέδειξε ο ημιτελικός του Μουντομπάσκετ 2006, όταν η Ελλάδα νίκησε την Αμερική. Με τον Δημήτρη ήμασταν το καλύτερο δίδυμο στο “πικ εν ρολ” στην Ευρώπη. Ήταν καταπληκτικός αμυντικός και “φονιάς” στην επίθεση, όταν του δινόταν η ευκαιρία. Ήταν ένας τύπος που δεν μιλούσε πολύ, όμως ήξερες ότι ο παίκτης με το Νο 13 θα είναι αυτός που στα τελευταία πέντε λεπτά θα πάρει τη μπάλα στα χέρια του».
Ο Μάικ Μπατίστ επέμεινε πως «ευχόμουν πάντα να πάει ο Διαμαντίδης στο ΝΒΑ. Ήταν όμως ένα παιδί από μία μικρή πόλη της Βόρειας Ελλάδας, την Καστοριά, που όταν βρέθηκε στην Αθήνα έπαθε σοκ! Πιστεύω, πάντως, ότι στις ΗΠΑ θα προσαρμοζόταν μια χαρά. Μακάρι να το είχε δοκιμάσει, διότι θυμάμαι ότι και ο αείμνηστος Κόμπι Μπράιαντ, σε μία συνέντευξή του, τόνισε πως παρακολουθούσε το παιχνίδι του Δημήτρη στην Ευρώπη. Εύχομαι μία μέρα να γίνει και εκείνος μέλος του Hall Of Fame!».