Την τεράστια πρόοδο που πέτυχε η Πορτογαλία, από το 2004 που τη νικήσαμε δυο φορές μέχρι σήμερα, την οφείλει στους προπονητές της. Πολλοί και εκλεκτοί κυριαρχούν όχι μόνο στη χώρα, αλλά σε πολλά ευρωπαϊκά γήπεδα ακόμη και στο υψηλότερο επίπεδο. Ενδεικτική, η πρόοδος του Φερνάντο Σάντος. Μέχρι τότε βρισκόταν στα αζήτητα της πατρίδας του. Στο Euro εκείνης της εποχής, που το φιλοξενούσε η χώρα του και το πήραμε εμείς, έκανε βόλτες βουτηγμένος στην αμφισβήτηση. Τον καλούσαν τα κανάλια της Λισαβόνας και του Πόρτο για να αξιοποιήσουν απλά την ελληνική εμπειρία του από την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ, μα μέχρι εκεί. Επρεπε να περάσει από την Εθνική Ελλάδας και να την πάει στους «16» του Μουντιάλ της Βραζιλίας, για να πείσει να τον φωνάξουν στη δική τους National Team. Και φυσικά από τη στιγμή που σήκωσε το Ευρωπαϊκό του 2016, καταξιώθηκε αφού τον στήριξε και ο Κριστιάνο Ρονάλντο, που χωρίς την δική του συνδρομή δεν θα μπορούσε να καταφέρει τίποτα.
Πάνω απ' αυτόν, υπάρχει, φυσικά, μια ολόκληρη λίστα το προπονητών που μεταμόρφωσαν το πορτογαλικό ποδόσφαιρο και το έκαναν να κυριαρχεί πανευρωπαϊκά. Σούπερ σταρ, φυσικά ο Ζοσέ Μουρίνιο. Ο Ζόρζε Ζέσους με το χαρακτηριστικό κατάλευκο μακρύ μαλλί. Ο Σέρτζιο Κονσεϊσάο, ο οποίος αναδείχθηκε στη Πόρτο, την έφτασε φέτος στα προημιτελικά του Champions League όπου έπεσε πάνω στην Τσέλσι και τώρα έφυγε για Νάπολι. Ο Ρούμπεν Αμορίμ, ο οποίος πήγε στην Σπόρτινγκ Λισαβόνας την άνοιξη του 2020 έχοντας κοουτσάρει για μόλις 13 παιχνίδια στη μεγάλη κατηγορία, αλλά έδωσε στην ομάδα τον πρώτο τίτλο της μετά από 19 χρόνια. Ο Λεονάρντο Ζαρντίμ που πέρασε από τον Ολυμπιακό και απολύθηκε όντας αήττητος επειδή η ομάδα… δεν έπαιζε καλή μπάλα, για να μεγαλουργήσει αμέσως μετά με την Μονακό του Ριμπολόβλεφ. Ο Αντρέ Βίλας Μπόας που βαφτίστηκε «νέος Μουρίνιο» και παρά τις απανωτές αποτυχίες του εξακολουθεί να είναι περιζήτητος και με υψηλό κασέ. Ο Πάουλο Φονσέκα. Ο Μάρκο Σίλβα που έδωσε επίσης πρωτάθλημα στον Ολυμπιακό, αναγκάστηκε να φύγει, αλλά μεταπήδησε στην Premier League σε Γουότφορντ και Εβερτον. Και φυσικά ο Πέντρο Μαρτίνς που ήρθε εδώ με την φιλοδοξία να ακολουθήσει τα βήματα των μεγάλων που σας ανέφερα και μέχρι στιγμής βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Ολοι αυτοί έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Βασίζονται σερ τεχνίτες επιθετικούς και σε σκληρούς αμυντικούς. Από 'κει και πέρα, όμως, ο καθένα βγάζει τα δικά του προσωπικά χαρακτηριστικά. Ο Μουρίνιο ξεκίνησε με ελκυστικό ποδόσφαιρο και κατέληξε να… παρκάρει πούλμαν μπροστά στο τέρμα. Ο Κονσεϊσάο παίζει ρεαλιστικά προσαρμόζοντας την τακτική του ανάλογα με τον αντίπαλο. Ο Ζεσούς επιλέγει φουλ επίθεση που τού αποδίδει θέαμα χωρίς μεγάλη αποτελεσματικότητα. Και ο Ζαρντίμ που είχε κάνει τον Ολυμπιακό «να μην βλέπεται» έφτιαξε μια εξαιρετική ομάδα στο Μόντε Κάρλο βασισμένος στο ταλέντο του Εμπαπέ και των άλλων που συνέπεσε να βρίσκονται όλοι μαζί στην Μονακό.
Το μυστικό αυτής της μεγάλης παραγωγής το έλεγε σε μια πρόσφατη συνέντευξη ο Λουίς Αραούχο, προπονητής των τζούνιορ της Μπενφίκα: «Υπάρχει περισσότερος χρόνος εδώ για να μιλήσουν οι προπονητές, οπότε μαθαίνουν και μαθαίνουμε. Είναι το πάθος μας, αλλά και η ικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε. Η Πορτογαλία δεν είναι μια χώρα με πολλούς πόρους. Ετσι, με μόνο μία μπάλα, πρέπει να κάνουμε μια καλή προπόνηση. Σε μία μόνο αίθουσα, ένα καλό μάθημα. Στη Μπενφίκα, φυσικά, δεν είναι έτσι. Αλλά σε ορισμένα μέρη δεν υπάρχουν γήπεδα και εγκαταστάσεις, οπότε προσαρμόζουμε και σκεφτόμαστε πάντα πώς μπορούμε να βελτιώσουμε τους παίκτες μας και το παιχνίδι μας».
Είναι ένας τρόπος να αξιοποιείται το ταλέντο που υπάρχει άφθονο και τροφοδοτείται από Βραζιλιανάκια με φτηνό και καλό υλικό, καθώς από εκεί ο καθένας παίρνει αυτόματα την πορτογαλική υπηκοότητα και γίνεται πιο εύκολα Πέπε. Ετσι βγήκαν ο Ντέκο, ο Πάουλο Φούτρε, ο Λουίς Φίγκο, ο Κουαρέσμα, ο Σαμπρόσα μέχρι τους σημερινούς, από τους οποίους προσωπικά θαυμάζω το «στιλ πιτ-μπουλ» που ακούει στο όνομα Ρενάτο Σίλβα και θυμίζει τον παλιό Ολλανδό, τον Ντάβιτς.
Είναι και το μεράκι με το οποίο ασχολούνται οι πιτσιρικάδες εκεί. Οι περισσότεροι διηγούνται μια ιστορία με τον Κριστιάνο Ρονάλντο που από τα 12 μετακόμισε από τη Μαδέρα σ ένα δωμάτιο πίσω από το παλιό Αλβαλάδε, το γήπεδο της Σπόρτινγκ Λισαβόνας. Προσπαθώντας στη ζωή της μεγάλης πόλης, κατέβαινε στον τηλεφωνικό θάλαμο, καλούσε στο σπίτι και ρωτούσε τη μητέρα του, την Ντολόρες, αν μπορούσε να μείνει «κι άλλο κι άλλο κι άλλο», καθώς «ένιωσα ότι τους είχα εγκαταλείψει». Πλέον τέτοια καμπ υπάρχουν παντού και βγάζουν καινούργιους, στηριγμένοι και σε ικανούς προπονητές που είναι πλέον πασίγνωστοι στην Ευρώπη.
Φυσικά, όλο αυτό συμπληρώνεται με επενδύσεις. Η Μπενφίκα διαθέτει μια τεράστια έκταση, με εννέα παρθένα γήπεδα, δύο γυμναστήρια και 86 δωμάτια μαζί με αίθουσες μελέτης για το σχολείο. «Επένδυσαν στις εγκαταστάσεις μας, οι οποίες είναι πολύ καλές, μα και σε ανθρώπινους πόρους. Σε άτομα που έχουν προσόντα σε όλους τους τομείς. Ιατρική, φυσιολογία, προπονητές. Ολοι υψηλού επιπέδου. Είναι η επένδυση σε παίκτες», λέει ο Αραούχο…
Αυτά, για να μην αναρωτιόμαστε τι έγινε από το 2004 και μετά, όπου ενώ «τους είχαμε όπου κι αν τους βρίσκαμε», τώρα τους βλέπουμε μόνο από την τηλεόραση…