Στις 24 Νοεμβρίου του 2020, η Μονόνα, η πιστή μαγείρισσα του Ντιέγκο Μαραντόνα, τού έφτιαξε πέντε από τα αγαπημένα του σάντουϊτς προτού φύγει. Στο μεταξύ, εκείνος περνούσε τη μέρα του σ' ένα δωμάτιο φτιαγμένο ειδικά για εκείνον στο διαμέρισμά του στο γιγαντιαίο συγκρότημα πολυτελών κατοικιών στην περιοχή Τίγκρες του Μπουένος Αϊρες. Ανίκανος πλέον ν' ανέβει τις σκάλες έμενε περιορισμένος στον χώρο του όπου είχε τοποθετηθεί και μια τουαλέτα και μια σανίδα κόντρα – πλακέ στο παράθυρο. Εφαγε μόνο ένα από τα σάντουϊτς.
Για μέρες είχε χάσει την όρεξη του κι αυτό ήταν ένα από τα κύρια θέματα συζήτησης στο γκρουπ που είχαν δημιουργήσει στην εφαρμογή WhatsApp οι νοσοκόμες και το ιατρικό προσωπικό της εταιρίας Medidom, στους οποίους είχε ανατεθεί η επίβλεψη της αποθεραπείας του. Κανείς τους δεν είχε ξεχάσει πως λίγες μέρες αφότου βγήκε από την κλινική Ολίβος, όπου εγχειρίστηκε για αιμάτωμα στον εγκέφαλο στις 3 Νοεμβρίου, ο Μαραντόνα έκανε εμετό αφότου έφαγε μπρόκολα με γαρίδες. «Του έδωσαν μια βόμβα», έγραψε έκπληκτο ένα μέλος της ομαδικής συζήτησης.
Οι δύο εβδομάδες της αποθεραπείας του 60χρονου στο σπίτι του μετά την εγχείρηση, μέχρι την 25η Νοεμβρίου που άφησε την τελευταία του πνοή, βρίσκεται στο μικροσκόπιο των αρχών της Αργεντινής εδώ και καιρό. Αναζητούν να εξακριβώσουν τις συνθήκες διαβίωσής του και πως έφτασε στον θάνατο. Ψάχνουν να βρουν αν υπήρξε αμέλεια από το ιατρικό προσωπικό που τον παρακολουθούσε και καθώς οι καταθέσεις γεμίζουν το γραφείο του Εισαγγελέα Τζον Μπρόγιαδ, αποκαλύπτεται πως οι τελευταίες ημέρες του «Θεού» ήταν γεμάτες θλίψη.
Η Μονόνα, ο ανιψιός της Τζόναταν Εσπόσιτο, ο βοηθός του Μαραντόνα, Μάξι Πομάργο – κουνιάδος του δικηγόρου του Ματίας Μόρλα – ένας υπάλληλος της ασφάλειας και μια νοσοκόμα βρίσκονται μαζί του στις τελευταίες μέρες του. Πολλοί απ' αυτούς υποστηρίζουν πως δεν ήθελε να τον εξετάσουν οι γιατροί και ούτε αφήνε τις νοσοκόμες να τον ελέγξουν. Τους μόνους που ήθελε να τον δουν ήταν ο γιατρός του Λεοπόλδο Λούκε – πλέον ένας από τους πέντε κατηγορούμενους –, η ψυχίατρος Αγουστίνα Κοσάτσοφ κι ο ψυχολόγος Κάρλος Ντίας. Τον Λούκε δείχνει ως υπεύθυνο η Ντάλμα Μαραντόνα, κόρη του Ντιέγκο. Αλλοι από το περιβάλλον του εκείνες τις μέρες υποστηρίζουν πως ο Μαραντόνα είχε παραιτηθεί από τη μάχη. «Δεν ήθελε άλλο να ζήσει. Δεν άφηνε κανένα να τον βοηθήσει», ομολόγησε στις τηλεοπτικές κάμερες ο Τζόναταν Εσπόσιτο. «Ελεγε πως δεν ήθελε να είναι πια ο Μαραντόνα, ήθελε να γίνει ξανά ο Ντιέγκο για λίγο», συνέχισε.
Τον Σεπτέμβριο του 2019, η Χιμνάσια Λα Πλάτα προσέλαβε τον Μαραντόνα ως προπονητή της. Στην ομάδα της επαρχίας του Μπουένος Αϊρες, τον υποδέχθηκαν ως ήρωα, όπως και όλο το ποδόσφαιρο της χώρας. Η Νιούελς Ολντ Μπόις του έβγαλε μέχρι και θρόνο να κάτσει. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, ο Μαραντόνα έμοιαζε σε καλή κατάσταση. Οσο ο καιρός περνούσε, όμως, η υγεία του γινόταν ολοένα και πιο εύθραυστη. Δυσκολευόταν να περπατήσει και οι φήμες για νέο εθισμό στο αλκοόλ άρχισαν να εμφανίζονται.
Η πανδημία του κορονοϊού διέλυσε την ισορροπία που είχε δημιουργήσει στη ζωή του. Στο σπίτι του που ήταν κοντά στο προπονητικό κέντρο της ομάδας έζησε τους τελευταίους μήνες απομονωμένος, σε μια χώρα που βίωσε το μακρύτερο lockdown στον κόσμο και στέρησε στον Μαραντόνα και στους υπόλοιπους Αργεντινούς το ποδόσφαιρο για 228 μέρες.
«Κάποιες φορές είχε κατάθλιψη, κάποιες άλλες όχι. Υπήρχαν μέρες που δεν ήθελε να βγει από το σπίτι κι άλλες που ήθελε να δει όλα τα παιδιά του», ανέφερε η Μονόνα, σύμφωνα με τα ΜΜΕ της Αργεντινής στην κατάθεσή της. Σύμφωνα με την προκαταρκτική αυτοψία ο Μαραντόνα πέθανε από οξύ πνευμονικό οίδημα, χρόνια καρδιοπάθεια και καρδιομυοπάθεια. Ούτε ένα μήνα μετά, νέες εξετάσεις αποκάλυψαν κίρρωση του ήπατος, προβλήματα στα νεφρά, αλλά και περαιτέρω ανωμαλίες στην καρδιά και στις αρτηρίες. Οι τοξικολογικές εξετάσεις δεν εμφάνισαν ίχνη αλκοόλ ή ναρκωτικών. Το μόνο που βρέθηκε ήταν ίχνη ενός αντικαταθλιπτικού φαρμάκου.
Ο Ρομπέρτο Αβαλος, ψυχίατρος και ψυχαναλυτής του Μαραντόνα για κάποιο διάστημα προτού σταματήσει το ποδόσφαιρο, δήλωσε: «αυτό το φάρμακο χορηγείται σε ανθρώπους με ψυχώσεις ή διπολική διαταραχή. Είναι συνηθισμένη θεραπεία σε όσους έκαναν κατάχρηση ουσιών στο παρελθόν». Ο Αβαλος σκιαγραφεί μια προσωπικότητα με φόβο σε κάθε ιατρικό έλεγχο – κάτι που απέκτησε από το αντί – ντόπινγκ κοντρόλ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, όπου βρέθηκε θετικός και αποκλείστηκε, λέγοντας μια από τις διάσημες ατάκες του: «μου έκοψαν τα πόδια».
Επιπλέον, εικάζει πως το «στοπ» της μπάλας θα έδωσε στον Μαραντόνα χρόνο να σκεφτεί και πως το μυαλό του θα πήγαινε στην απώλεια των γονιών του, που δεν είχε ξεπεράσει. Δίχως ποδόσφαιρο και με την καραντίνα να μην επιτρέπει την παρουσία του περιβόητου περίγυρού του στο πλευρό του, ο «Diez» έμεινε μόνος του. Ο Αβαλος είπε πως ήταν ένα «φονικό κοκτέιλ». Πρόσθεσε, επίσης, πως το φάρμακο που του έδωσαν θα μπορούσε να δημιουργήσει αρρυθμίες και σ' έναν άνθρωπο με χρόνια καρδιακά προβλήματα, αυτό ίσως να ήταν μοιραίο. Οι ερευνητές δεν βρήκαν ούτε απινιδωτή, ούτε συσκευή οξυγόνου στο σπίτι του. Επίσης δεν βρήκαν αποδείξεις πως το ιατρικό προσωπικό παρακολουθούσε την καρδιά του. Από όσα βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας – μαρτυρίες, ρεπορτάζ, καταθέσεις, ιδιωτικές συζητήσεις – οι συνθήκες ήταν πρόχειρες. «Ολοι έβλεπαν πως είναι σ' ένα μονοπάτι αυτοκαταστροφής», κατέληξε ο Αβαλος.
«Οι κατηγορούμενοι θ' αυξηθούν όσο προχωράει η υπόθεση», ανέφερε ο Μάριο Μπάουδρι, δικηγόρος του γιου του, Ντιέγκο Φερνάντο Μαραντόνα που δείχνει με το δάχτυλο τον «περίγυρο» του πατέρα του που κανείς δεν ξέρει από πόσους και ποιους αποτελείται, αλλά υποτίθεται πως ο άξονάς του ήταν ο Μόρλα. «Αυτός ο περίγυρος δεν του επέτρεπε τις τελευταίες μέρες να δει τα παιδιά του», λέει ο Χουάν Μανουέλ Δραγάνι, δικηγόρος της πρώην συζύγου του Κλαούντια Βιγιαφάνιε και των δύο κορών του Ντάλμα και Τζανίνα. «Του άλλαζαν συνεχώς τον αριθμό του κινητού του, δεν μπορούσε να μιλήσει στις κόρες του. Οι πελάτισσές μου θεωρούν πως αυτοί οι άνθρωποι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάληξή του», συνέχισε.
Οι συνθήκες του θανάτου είναι το ένα σκέλος. Το άλλο που ενδιαφέρει τους συγγενείς, τον «περίγυρο» και τους δικηγόρους είναι η περιουσία. Το ακριβές ποσό παραμένει άγνωστο, ενώ συχνά εμφανίζονται μαρτυρίες που λένε πως είχε κρυμμένα 100 εκατομμύρια δολάρια ή άλλα ποσά, ενώ αρκετά είναι και τα κοσμήματα και άλλα περιουσιακά στοιχεία όπως σπίτια και αυτοκίνητα που υποτίθεται πως του άνηκαν. Επίσης, έχουν εμφανιστεί και άλλα παιδιά που υποστηρίζουν πως είναι δικά του, αλλά εξώγαμα.
Στην Αργεντινή, ο κόσμος δεν μπορεί ν' αποδεχθεί ακόμη τον θάνατο του ήρωά του. Ο Μαραντόνα ήταν πολλά περισσότερα από ένας ποδοσφαιριστής για εκείνους. Μαθαίνοντας τις εξελίξεις νιώθουν πως το όνομα του «Θεού» τους δεν θα έπρεπε να ταλαιπωρείται τόσο πολύ μετά τον θάνατό του, ενώ επειδή είναι θαμμένος σε ιδιωτικό νεκροταφείο δεν μπορούν καν να επισκεφθούν τον τάφο του. Κυρίως, όμως, τους μένει η αίσθηση πως θα έκαναν τα πάντα για ν' αποτρέψουν τον θάνατό του στις τελευταίες μέρες της απομόνωσής του.