Πριν από μία περίπου βδομάδα, την προηγούμενη Πέμπτη 17 Απριλίου, συμπληρώθηκαν 88 χρόνια από τη γέννηση του Ferninard Karl Piëch (1937 – 2019) και το γεγονός αυτό που μας δίνει την ευκαιρία να ανατρέξουμε στο πώς αυτός ο Αυστριακός μηχανικός – εγγονός του Ferdinard Porsche - συνέλαβε το πιο φιλόδοξο τετράτροχο project όλων των εποχών. Ο λόγος για τη Bugatti Veyron δεν ήταν απλώς ακόμα ένα supercar, αλλά μια μηχανολογική σπουδή που τέντωσε στα άκρα τα όρια της αυτοκίνησης ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα.
Από τα πρώτα του χρόνια, ο Piëch έπέδειξε την ίδια εμμονική σχέση με τη μηχανική που θα χαρακτήριζε όλη του την καριέρα. Αφού σπούδασε μηχανολογία στη Ζυρίχη, εντάχθηκε στην Porsche, όπου συνέβαλε στη δημιουργία του θρυλικού αγωνιστικού 917 – ενός τόσο ισχυρού και δύσκολου στην οδήγηση αυτοκινήτου, που πολλοί οδηγοί αγώνων αρχικά αρνούνταν να μπουν στο τιμόνι του. Στη συνέχεια μεταπήδησε στην Audi την μέτρια παρουσία της οποίας μετέτρεψε σε τεχνολογική δύναμη, χάρη σε καινοτομίες όπως ο πεντακύλινδρος κινητήρας, η τεχνολογία diesel TDI, το αγωνιστικό κιβώτιο διπλού συμπλέκτη και φυσικά το σύστημα τετρακίνησης quattro. Μέχρι το 1993, ως Διευθύνων Σύμβουλος της Volkswagen AG, ο Piëch είχε γίνει μια από τις πιο επιδραστικές μορφές στον κόσμο της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Αλλά ήταν το 1997, που ο Piëch είχε την ιδέα που θα τον έκανε ένα μύθο της αυτοκίνησης Σύμφωνα με την ιστορία, ενώ ταξίδευε με το τρένο υψηλής ταχύτητας Shinkansen μεταξύ Τόκιο και Ναγκόγια, σχεδίασε μια ιδέα για ένα θηριώδη 18κύλινδρο κινητήρα, που αψηφούσε τη συμβατική λογική της αυτοκίνησης. Το σχέδιο έγινε στο πίσω μέρος ενός… φακέλου. Το όραμα του Piëch όμως δεν περιοριζόταν στην ιπποδύναμη, ήθελε να δημιουργήσει ένα αυτοκίνητο που θα απέδιδε 1.000 ίππους και το οποίο θα ξεπερνούσε τα 400 km/h έχοντας ταυτόχρονα τη φινέτσα και την άνεση ενός πολυτελούς grand tourer. Σε μια εποχή που η τελική ταχύτητα των περίπου 390 km/h της McLaren F1 φαινόταν το απόλυτο όριο, η φιλοδοξία του Piëch, χωρίς αμφιβολία άγγιζε τα όρια του παράλογου.
Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το πώς η μάρκα Bugatti έγινε το όχημα για αυτό το όραμα. Ο Piëch εξέταζε διάφορες πολυτελείς μάρκες για το φιλόδοξο σχέδιό του, με τις Bentley και Rolls-Royce να είναι μέσα στις επιλογές. Όμως η μοίρα επενέβη στις διακοπές του Πάσχα το 1997, όταν ο γιος του, Γκρέγκορ, επέμενε να αγοράσει ένα μοντέλο της Bugatti Type 57 SC Atlantic. Αυτό άναψε τη σπίθα και έκανε τον Piëch να αποφασίσει πως η… εκλεκτή θα είναι η Bugatti – μια ανενεργή εκείνο τον καιρό γαλλική μάρκα με ιστορία στην κατασκευή μερικών από τα πιο όμορφα και τεχνολογικά προηγμένα αυτοκίνητα της προπολεμικής εποχής – θα ήταν το ιδανικό πεδίο δράσης για την επανάστασή του.
Η Volkswagen εξασφάλισε τα δικαιώματα για το όνομα Bugatti στις 5 Μαΐου 1998 και άρχισε αμέσως να δημιουργεί πρωτότυπα αυτοκίνητα. Το πρώτο ήταν το EB 118, ένα δίπορτο κουπέ σχεδιασμένο από τον Giorgetto Giugiaro της Italdesign, για να ακολουθήσει το πολυτελές σεντάν EB 218 και το σούπερ σπορ EB 18/3 Chiron. Ένα ακόμη σημαντικό γεγονός ακολούθησε τον Οκτώβριο του 1999, όταν παρουσιάστηκε στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Τόκιο το EB 18/4 Veyron – το concept που τελικά θα αποτελούσε τη βάση για το μελλοντικό μοντέλο παραγωγής. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες μελέτες, η σχεδίαση δεν προήλθε από τον Giugiaro, αλλά από τον νεαρό Τσέχο σχεδιαστή Jozef Kabaň, υπό την καθοδήγηση του βετεράνου Hartmut Warkuss.
Μέχρι το 2000, ο Piëch δήλωνε δημόσια ότι η Bugatti θα κατασκευάσει ένα αυτοκίνητο παραγωγής με 1.001 PS, ικανό να ξεπερνά τα 400 km/h. Τέτοια νούμερα έμοιαζαν αδύνατα για αυτοκίνητο δρόμου – και σε πολλές περιπτώσεις, όντως ήταν και δικαιολογημένα κάποιοι να ήταν σκεπτικοί.
Η ανάπτυξη της Veyron ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή μηχανολογική πρόκληση – ήταν μια πραγματική οδύσσεια μηχανικής. Η αρχική ιδέα ενός κινητήρα με 18 κυλίνδρους εξελίχθηκε σταδιακά στον πλέον εμβληματικό W16 – ουσιαστικά δύο στενής γωνίας V8 κινητήρες ενωμένοι στον στρόφαλο, δημιουργώντας ένα συμπαγές σύνολο 8.0 λίτρων. Προστέθηκαν 4 turbo για την επίτευξη της επιθυμητής απόδοσης ισχύος, γεγονός που δημιούργησε μια τεχνική πρόκληση άνευ προηγουμένου.
Κάθε πτυχή του αυτοκινήτου απαιτούσε την αναθεώρηση της μηχανικής λογικής. Η Veyron χρειαζόταν ένα ειδικά κατασκευασμένο επτατάχυτο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη, ικανό να αντέξει 1.250 Nm ροπής. Απαιτούσε σύστημα ψύξης ικανό να διαχειριστεί τη θερμότητα ενός μικρού ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού, με συνολικά δέκα ψυγεία. Τα ελαστικά έπρεπε να σχεδιαστούν ειδικά από τη Michelin ώστε να αντέχουν δυνάμεις που κανένα άλλο αυτοκίνητο δρόμου δεν είχε ποτέ υποστεί – στην τελική ταχύτητα, διαρκούσαν μόλις 15 λεπτά πριν χρειαστεί αντικατάσταση, αν και το ρεζερβουάρ των 100 λίτρων άδειαζε σε μόλις 12 λεπτά πλήρους επιτάχυνσης.
Οι αεροδυναμικές προκλήσεις ήταν εξίσου απαιτητικές. Στα 400+ km/h, η ροή του αέρα πάνω από το αυτοκίνητο δημιουργεί δυνάμεις ικανές να το απογειώσουν. Η Veyron έπρεπε να παραμείνει σταθερή και ελεγχόμενη σε ταχύτητες που συναντώνται κατά την απογείωση εμπορικών αεροπλάνων. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη ενός ενεργού αεροδυναμικού συστήματος με πίσω αεροτομή που ρυθμιζόταν αυτόματα ανάλογα με την ταχύτητα και τη λειτουργία οδήγησης. Ακόμα και τα φρένα της Veyron ήταν επαναστατικά – οι δίσκοι από ανθρακονήματα και κεραμικά ήταν μεγαλύτεροι από τους τροχούς πολλών συνηθισμένων αυτοκινήτων και η πίσω αεροτομή μπορούσε να ανασηκωθεί ώστε να λειτουργεί ως αερόφρενο, παράγοντας επιβράδυνση 0.6g χωρίς καν να πατηθεί το πεντάλ του φρένου.
Η εκτίμηση για το κόστος ανάπτυξης ανερχόταν σε περίπου 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ – ένα τόσο τεράστιο ποσό που η Volkswagen δεν θα μπορούσε ποτέ να ανακτήσει την επένδυσή της μέσω των πωλήσεων του Veyron. Κάθε αυτοκίνητο φημολογείται ότι κόστιζε περίπου 5 εκατομμύρια ευρώ για να παραχθεί, παρ’ όλα αυτά πουλιόταν για περίπου τα 2/5 αυτής της τιμής. Όμως για τον Piëch, δεν επρόκειτο για το κέρδος· επρόκειτο για τη δημιουργία ενός τεχνολογικού αριστουργήματος που θα αναβάθμιζε ολόκληρο τον Όμιλο Volkswagen και θα έθετε ένα νέο σημείο αναφοράς για το τι είναι δυνατόν να επιτευχθεί.
Ύστερα από χρόνια ανάπτυξης, δοκιμών και βελτιώσεων, η Bugatti Veyron 16.4 παραγωγής αποκαλύφθηκε τελικά το 2005. Με τελική ταχύτητα 407 km/h και επιτάχυνση από 0-100 km/h σε 2,5 δευτερόλεπτα, ήταν, όπως είχε υποσχεθεί, το ταχύτερο αυτοκίνητο παραγωγής στον κόσμο. Αλλά, πιο σημαντικό από όλα, εκπλήρωνε τη μέγιστη φιλοδοξία του Piëch: Ήταν ένα αυτοκίνητο που μπορούσε να φτάσει τα 400 km/h το πρωί και να είναι κατάλληλο για μια βραδινή έξοδο στην όπερα το βράδυ.
Η Veyron δεν ήταν απλώς γρήγορη· ήταν μια αποκάλυψη στον τρόπο που απέδιδε την απόδοσή της. Σε αντίθεση με πολλά υπεραυτοκίνητα που απαιτούσαν συμβιβασμούς άνεσης και ευχρηστίας ως ανταλλάγματα για την ταχύτητα, η Bugatti προσέφερε μια γαλήνια, πολυτελή εμπειρία. Η καμπίνα ήταν επενδεδυμένη με τα πιο εκλεκτά υλικά. Η οδήγηση ήταν άνετη. Ο κλιματισμός λειτουργούσε άψογα. Μπορούσες να συνομιλείς με φυσιολογικό τόνο φωνής στα 400 km/h. Ήταν, με κάθε έννοια, το απόλυτο grand tourer.
O θρύλος της Veyron εκτείνεται πολύ πέρα από την περίοδο παραγωγής της. Δημιούργησε το πρότυπο για τα σύγχρονα hypercars όντας ένα όχημα που συνδυάζει ακραίες επιδόσεις με πολυτέλεια και χρηστικότητα. Έσπρωξε τα όρια του εφικτού στη μηχανολογία αυτοκινήτων, αναγκάζοντας και άλλους κατασκευαστές να ανεβάσουν τον πήχη. Και επανέφερε τη Bugatti στη δικαιωματική της θέση στην κορυφή της αυτοκινητοβιομηχανίας. Και σε ένα χώρο που συχνά περιορίζεται από την πρακτικότητα και τα περιθώρια κέρδους, ο Piëch τόλμησε να κυνηγήσει την τελειότητα, ανεξαρτήτως κόστους.
Όπως λέει και ο Christophe Piochon, ο σημερινός πρόεδρος της Bugatti:
«Ο Καθηγητής Dr. Ferdinand Karl Piëch ήταν ένας οραματιστής που αρνιόταν να αποδεχτεί περιορισμούς. Η φιλοδοξία του δεν ήταν απλώς να δημιουργήσει ένα γρήγορο, υψηλών επιδόσεων όχημα, αλλά να επαναπροσδιορίσει το τι είναι δυνατόν στη μηχανολογία αυτοκινήτων.»
Η Bugatti Veyron ήταν η απόλυτη έκφραση αυτής της φιλοδοξίας – ένα αυτοκίνητο που δεν μετακίνησε απλώς τα όρια· τα εξάλειψε. Ακόμη και σήμερα, δύο δεκαετίες μετά – στα γενέθλια του Piëch – η κληρονομιά της Veyron παραμένει αξεπέραστη. Ήταν μια επανάσταση· και μια απόδειξη του τι μπορεί να συμβεί όταν η μηχανική ιδιοφυΐα συναντά ένα αδιαπραγμάτευτο όραμα.Και για αυτό, ο κόσμος του αυτοκινήτου θα είναι για πάντα ευγνώμων στον Piëch.