Η ιστορία της Diablo ξεκινά το 1985. Το αυτοκίνητο είχε αρχικά το κωδικό όνομα Project 132 και σκοπός της δημιουργίας του ήταν να καταλάβει την κορυφή στη γκάμα της Lamborghini αντικαθιστώντας την Countach. Οι καθαρές και δυναμικές γραμμές της Diablo, η οποία τελικά λανσαρίστηκε στις αρχές του 1990, ήταν αποτέλεσμα της δουλειάς του Marcello Gandini. Ωστόσο το design αναθεωρήθηκε στην πορεία εν μέρει από το κέντρο σχεδιασμού της Chrysler, η οποία εν τω μεταξύ είχε γίνει ο πλειοψηφικός μέτοχος της Lamborghini.
Κερδίζοντας τις καρδιές και την εκτίμηση των θαυμαστών των supercars από την πρώτη μέρα, η Diablo ήταν επισήμως το ταχύτερο αυτοκίνητο παραγωγής στον κόσμο κατά το λανσάρισμά της, αφού μπορούσε να αναπτύξει τελική ταχύτητα 325 km/h. Ενώ η εντυπωσιακή δυναμική συμπεριφορά της ήταν το αποτέλεσμα έντονης εμπλοκής στην εξέλιξη του μοντέλου, του πρωταθλητή των αγώνων ράλι, Σάντρο Μουνάρι.
Η Diablo διέθετε την κλασική αρχιτεκτονική των 12-κυλίνδρων Lamborghini. Ο τοποθετημένος στο πίσω μέρος – και σε κατά μήκος του αμαξώματος - κινητήρας των 5,7 λίτρων ήταν εφοδιασμένος με τέσσερις εκκεντροφόρους, τέσσερις βαλβίδες ανά κύλινδρο και ηλεκτρονικό ψεκασμό πολλαπλών σημείων. Μπορούσε δε να αποδώσει ισχύ 485 HP, αλλά και να αναπτύξει ροπή 580 Nm. Παρά την έντονη αίσθηση της πολυτέλειας που προερχόταν από το δερμάτινο εσωτερικό, τον αυτόματο κλιματισμό, τα ηλεκτρικά παράθυρα και τα ηλεκτρικά ρυθμιζόμενα καθίσματα, η Diablo εξακολουθούσε να είναι ένα σκληρό και αυθεντικά σπορ αυτοκίνητο με κίνηση μόνο στους πίσω τροχούς. Σημειώστε ότι οι Diablo που κατασκευάστηκαν μέχρι το 1993 δεν διέθεταν όχι μόνο ηλεκτρονικά βοηθήματα οδήγησης αλλά ούτε καν υδραυλικό τιμόνι. Κάτι που σημαίνει ότι για να αξιοποιήσει κανείς την ισχύ της με ασφάλεια, διατηρώντας παράλληλα τον έλεγχό της, θα έπρεπε να διαθέτει αυξημένες οδηγικές ικανότητες.
Το 1993, η Lamborghini παρουσίασε την Diablo VT, την πρώτη Lamborghini Granturismo που ήταν εξοπλισμένη με τετρακίνηση, ενώ διέθετε επίσης μια σειρά μηχανικών βελτιώσεων και στιλιστικών αλλαγών που επρόκειτο να υιοθετηθούν σύντομα και στην «πισωκίνητη» έκδοση του μοντέλου.
Το 1993, παρουσιάστηκε επίσης η ειδική σειρά SE30 προς τιμήν των 30 χρόνων από τη γέννηση της εταιρείας, η οποία διέθετε ισχύ αυξημένη στους 523 HP. Ακολούθησε η Diablo SV, στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης, την άνοιξη του 1995, η οποία διέθετε μέγιστη ισχύ 510 HP, ρυθμιζόμενη πίσω πτέρυγα και ήταν διαθέσιμη μόνο με κίνηση στους πίσω τροχούς. Ενώ ον Δεκέμβριο του ίδιου έτους οι φίλοι του αυτοκινήτου υποδέχτηκαν την πρώτη «ανοιχτή» 12-κύλινδρη – και αποκλειστικά τετρακίνητη - Lamborghini μαζικής παραγωγής, την Diablo VT Roadster, με ελαφρώς αναθεωρημένη σχεδίαση.
Το 1999, μετά την αγορά της Automobili Lamborghini από την Audi, πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση της "restyling" Diablo SV που σχεδίασε ο Luc Donckerwolke, ο πρώτος σχεδιαστής που προσέλαβε ποτέ η Lamborghini. Ακολούθησαν η VT και η VT Roadster: και τα τρία μοντέλα έφεραν σαφή τα σημάδια του εκσυγχρονισμού επάνω τους, μέσω της αναθεωρημένης εξωτερικής σχεδίασης και του ανανεωμένου εσωτερικού τους. Από τεχνική σκοπιά, ο κινητήρας ο οποίος τώρα απέδιδε ισχύ 529 HP και ροπή 605 Nm, ήταν εφοδιασμένος με το σύστημα μεταβλητής ανύψωσης των βαλβίδων του, ενώ για πρώτη φορά σε μια Lamborghini, τα φρένα διέθεταν και ABS.
Η Diablo, που κυκλοφόρησε επίσης σε ειδικές εκδόσεις ή αγωνιστικές εκδοχές της με κινητήρες 6 λίτρων, ήταν το αυτοκίνητο της Lamborghini που παρήχθη σε μεγαλύτερες ποσότητες (2903 μονάδες συνολικά) από οποιοδήποτε άλλο μοντέλο της φημισμένης σπορ εταιρίας μέχρι σήμερα. Παρέμεινε στην παραγωγή έως το 2001, οπότε την διαδέχθηκε η Murciélago.
Lamborghini Diablo