Μια εκτίμηση της Société Générale που πιθανολογεί την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα πριν από τις εθνικές εκλογές ήταν αρκετή για να μετατρέψει το σοβαρό αυτό ζήτημα σε πιόνι στη σκακιέρα του τρέχοντος πολιτικού παιχνιδιού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η εξέλιξη θα ήταν κυριολεκτικά ονειρική για τη Νέα Δημοκρατία, σε βαθμό ακόμα μεγαλύτερο και από την άνευ όρων επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Όμως, το θέμα της επενδυτικής βαθμίδας είναι πραγματικά σοβαρό και τόσο το πολιτικό τοπίο όσο και η ποιότητα του δημόσιου πολιτικού διαλόγου θα ήταν εντελώς διαφορετικά, αν οι πολίτες είχαμε συνειδητοποιήσει τη σημασία του.
Δύο άρθρα που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στον Τύπο το αναδεικνύουν εύστοχα. Το πρώτο (κατά χρονολογική σειρά δημοσίευσης) ήταν του Γιώργου Χουλιαράκη και το δεύτερο του υπουργού Επικρατείας, Άκη Σκέρτσου.
Και οι δύο αναγνωρίζουν ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι το ουσιαστικό διακύβευμα των επόμενων εθνικών εκλογών.
Ο Α. Σκέρτσος εύλογα ισχυρίζεται ότι μόνο η Νέα Δημοκρατία μπορεί να εγγυηθεί αυτή τη θετική εξέλιξη ενώ ο Γ. Χουλιαράκης επισημαίνει, εύστοχα κατά τη γνώμη μας, ότι στην πραγματικότητα η επενδυτική βαθμίδα θα λειτουργήσει ως ψήφος εμπιστοσύνης στους θεσμούς που εγγυώνται τη βιωσιμότητα της οικονομίας.
Η ερώτηση «Τι θα σκοπεύετε να κάνετε τους μήνες αμέσως μετά την εκλογή σας ώστε να εγγυηθείτε την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ώστε να θέλουμε να είστε εκ νέου αυτοδύναμοι;» είναι αυτή που οφείλουν να κάνουν οι προοδευτικοί, κεντρώοι ψηφοφόροι ώστε να αποφασίσουν αν θα ξαναδώσουν την ψήφο τους, δηλαδή την αυτοδυναμία, στο κυβερνών κόμμα.
Γιατί από τη μία, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Α. Σκέρτσος έχει δίκιο: κανένας άλλος, πλην της Νέας Δημοκρατίας δεν μπορεί να ισχυριστεί, χωρίς να τον πάρουν στο ψιλό, ότι μπορεί να εγγυηθεί την υλοποίηση αυτού του εθνικού στόχου.
Σήμερα η Νέα Δημοκρατία είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να ισχυριστεί ότι λειτουργεί ως εγγυητής της σταθερότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εμφανιστεί ως τέτοιος ούτε για αστείο ενώ το ΠΑΣΟΚ έχει αποτύχει τραγικά να μας πείσει ότι αναγνωρίζει στον εαυτό του τον ρόλο του εγγυητή της σταθερότητας.
Όμως και ο Γ. Χουλιαράκης έχει δίκιο. Μια σειρά από αστοχίες και παραλείψεις της κυβέρνησης που την έφεραν στη θέση να είναι απολογούμενη, κλόνισαν την εμπιστοσύνη τόσο στους θεσμούς όσο και στη δυνατότητα της χώρας να προσφέρει εγγυήσεις επιχειρηματικής πίστης.
Πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση και το επιτελείο του Μαξίμου πρέπει να κινηθούν παράλληλα σε δύο επίπεδα:
Το πρώτο είναι το επίπεδο του τρέχοντος πολιτικού παιχνιδιού. Δεν είμαστε αφελείς για να έχουμε την αξίωση το θέμα της επενδυτικής βαθμίδας να μην λειτουργήσει ως προεκλογική υπόσχεση με ό,τι ξέρουμε ότι σημαίνει αυτό. Το δεύτερο όμως επίπεδο είναι το σημαντικότερο και το ουσιαστικότερο: η κυβέρνηση πρέπει να διορθώσει και όχι απλώς να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που έχουν δημιουργήσει οι τελευταίοι μήνες.
Η επενδυτική βαθμίδα δεν απεικονίζει την κατάσταση της οικονομίας σε μια τυχαία στιγμή. Είναι η εγγύηση ότι η ελληνική οικονομία είναι βιώσιμη σε βάθος χρόνου. Είναι η απόδειξη ότι επενδυτές μπορούν να φέρουν στη χώρα μας τα ωραία τους λεφτά για να δημιουργήσουν νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Η επενδυτική βαθμίδα είναι κάτι σαν τον γάμο: μια δέσμευση διαρκείας με την προσδοκία της ευημερίας σε βάθος χρόνου.
Για τον κεντρώο, προοδευτικό κόσμο λοιπόν που «καίγεται» για τις μεταρρυθμίσεις και ψηφίζει με μόνο κριτήριο το συλλογικό συμφέρον η επενδυτική βαθμίδα είναι εκλογικό διακύβευμα. Η ερώτηση στην κυβέρνηση πρέπει να γίνει και να απαντηθεί.
Άλλωστε, οι ψήφοι κερδίζονται, δεν χαρίζονται.