Έντονο είναι το ενδιαφέρον μεγάλων εταιρειών για τον διαγωνισμό κατασκευής της επέκτασης του αγωγού φυσικού αερίου στη Βόρεια Μακεδονία. Σύμφωνα με πληροφορίες προσφορά έδωσαν πέντε σχήματα. Πρόκειται για: την ιταλική Max Streicher Spa, τη ρουμανική Habau Srl, την τοπική Rapid Bild Ltd., και δύο κοινοπραξίες, αυτή των Vemak (Τουρκία) – Arkad (Ιταλία) – DMB (Β. Μακεδονία) και μία δεύτερη των Eurovita (Β. Μακεδονία), Limak Skopje (Β. Μακεδονία) και ΑΚ Invest Dooel (Β. Μακεδονία). Πρόκειται για ένα μεγάλο έργο με ευρύτερο γεωπολιτικό και ενεργειακό ενδιαφέρον, ενώ σε λίγο διάστημα αναμένεται να αποφασιστεί ο μειοδότης. Υπενθυμίζεται πως στην προηγούμενη φάση ενδιαφέρον είχαν εκδηλώσει 17 εταιρείες.
Συνάντηση με τους αναλυτές είχε ο Ευάγγελος Μυτιληναίος. Κάποια στιγμή με χιούμορ και σχολιάζοντας την πτώση των τιμών, είπε: «Όταν ανέβαιναν οι τιμές του φυσικού αερίου, ανησυχούσατε και η μετοχή έπεφτε, τώρα που πέφτουν οι τιμές, δεν σας βλέπω με την ίδια ζέση και τη μετοχή να ανεβαίνει».
Πάντως, το σχόλιο δείχνει και κάτι παραπάνω, ότι πολλοί είναι ακόμα εκείνοι στην αγορά που δεν έχουν καταλάβει ότι το νέο μοντέλο συνεργείων της ΜΥΤ είναι αποδοτικό σε κάθε περιβάλλον και κάπως έτσι θα καταφέρνει πάντα να αξιοποιεί τις προκλήσεις. Όσο πιο νωρίς το καταλάβουν κάποιοι, τόσο πιο κερδισμένοι θα είναι επενδύοντας έγκαιρα στη μετοχή.
Οι αποτιμήσεις των μεγάλων εισηγμένων είναι ξεκάθαρο πως παρά το ράλι που έχει σημειωθεί, παραμένουν ελκυστικές. Οι αναλυτές δίνουν σημαντικά περιθώρια ανόδου, αλλά αυτό που σημειώνουν αρκετοί είναι πως η αγορά για να κάνει τη μεγάλη κίνηση θα χρειαστεί και επιχειρηματικές συμφωνίες.
Αυτές θα δώσουν την «ανάσα» που χρειάζεται στο χρηματιστήριο, θα βελτιώσουν περαιτέρω τις προοπτικές και τα μεγέθη. Έτσι γίνεται συνήθως σε ένα bull market. Στην Ελλάδα, αν και ακούγονται πολλά deals στο παρασκήνιο και πιθανότατα κάποια θα επιβεβαιωθούν δεν έχουμε δει ακόμα μεγάλες συμφωνίες. Ένα deal που σώζει την παρτίδα είναι αυτό της Eurobank με την NPCI.
Η Eurobank θα διασυνδεθεί στο σύστημα UPI και θα ευνοήσει τις άμεσες συναλλαγές μεταξύ Ελλάδας και Ινδίας. Πρόκειται στην ουσία για ένα πρόγραμμα αντίστοιχο με το IRIS που θα επιτρέπει την πίστωση από λογαριασμό σε λογαριασμό σε πραγματικό χρόνο. Το μνημόνιο δεσμεύει τις Eurobank και NPCI να ξεκινήσουν άμεσα τη διαδικασία για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις και οι όροι για να λειτουργεί το UPI μέσω της Eurobank στην Ελλάδα.
Στην ουσία πρόκειται για ένα σύστημα που θα διευκολύνει τις συναλλαγές μεταξύ ελληνικών και ινδικών επιχειρήσεων, τους Ινδούς εργαζόμενους στη χώρα μας και τους τουρίστες, καθώς οι συναλλαγές θα γίνονται με ταχύτητα και ασφάλεια. Κινητικότητα υπάρχει και στις τηλεπικοινωνίες καθώς υπάρχουν πληροφορίες για πώληση της NOVΑ, με τη ΔΕΗ να διαψεύδει τα σενάρια που την εμπλέκουν. Ωστόσο, υλοποιεί μία μεγάλη επένδυση φτιάχνοντας δίκτυο οπτικών ινών. Επίσης πρόσφατα η Ελλάκτωρ διέψευσε πληροφορίες για πώληση της Ηλέκτωρ στη Motor Oil, αν και εξετάζει όπως είπε τις επιλογές της. Το σίγουρο πάντως είναι πως σύντομα θα ακουστούν συμφωνίες, καθώς υπάρχει αρκετό παρασκήνιο και πολλές συζητήσεις.
Όσοι είναι… παλιοί στο χρηματιστήριο και παρακολουθούν τις εισηγμένες εταιρείες και τις αποτιμήσεις τους για κάμποσα χρόνια, σίγουρα έχουν εντοπίσει πολλές μικρές εταιρείες, που τα τελευταία χρόνια μεγάλωσαν και έχουν τραβήξει τα βλέμματα ξένων επενδυτών και εγχώριων αναλυτών. Μία από αυτές είναι η Κρι-Κρι, κορυφαία γαλακτοβιομηχανία με μεγάλο όγκο εξαγωγών και εξαιρετική ανάπτυξη. Η μετοχή πριν από 1,5 χρόνο είχε τη μισή σχεδόν τιμή από αυτήν που έχει σήμερα, λόγω και της ενεργειακής κρίσης.
Όμως κατάφερε προσαρμόζοντας την τιμολογιακή της πολιτική να φτάσει σε κέρδη-ρεκόρ που καθιστούν τη σημερινή αποτίμηση των 340 εκατ. ευρώ χαμηλή. Η Eurobank Equities ξεκίνησε την κάλυψη δίνοντας σύσταση Buy και τιμή στόχο τα 13,60 ευρώ δηλαδή περιθώριο ανόδου λίγο μικρότερο από 40%. Αν και δεν περιμένει αύξηση κερδών τα επόμενα χρόνια, ωστόσο τα 34,9 εκατ. ευρώ που περιμένει το 2023 και ανάλογη θα είναι και η πορεία των δύο επόμενων χρήσεων, δίνουν πολύ χαμηλούς δείκτες αποτίμησης και άρα καθιστούν τη μετοχή ελκυστική.
Αν ψάχνετε και άλλες εισηγμένες που μεγάλωσαν τα τελευταία χρόνια, σας σημειώνουμε την Intralot, την Ideal, η οποία από μία μικρούλα εταιρεία χωρίς growth, πέρασε στα χέρια του Λάμπρου Παπακωνσταντίνου και η αποτίμηση εκτοξεύθηκε στα 315 εκατ. ευρώ, η Άβαξ και αρκετές ακόμη.
Αν και μετά την ολοκλήρωση της δημόσιας πρότασης από τη STRIX, είδαμε την τιμή της μετοχής της Attica Group να υποχωρεί, αφού αφαιρέθηκε η εντολή αγοράς αλλά και επειδή μπήκαν οι νέες μετοχές από την απορρόφηση της ΑΝΕΚ, εσχάτως βλέπουμε μία καλύτερη συμπεριφορά από τη μετοχή. Έτσι από τις αρχές Φεβρουαρίου η μετοχή άφησε πίσω της τιμές που έγραφε κάτω των 2 ευρώ και έχει συμπληρώσει έξι συνεχόμενες ανοδικές συνεδριάσεις.
Η τιμή είναι στα 2,41 ευρώ και έχει από την αρχή του έτους άνοδο 21%. Οι πιο έμπειροι παρατηρούν ότι υπάρχουν σημαντικοί αγοραστές στη μετοχή, φαίνεται άλλωστε και από τους όγκους και απορροφούν μεθοδικά τις πωλήσεις, που βγαίνουν προφανώς από επενδυτές που είχαν μετοχές της ΑΝΕΚ και αυτές έγιναν μέσω της απορρόφησης μετοχές της Attica Group.
Οι προοπτικές για περαιτέρω αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Ανατολικής Μεσογείου από νέες ανακαλύψεις κοιτασμάτων φυσικού αερίου ήταν ένα από τα βασικά θέματα που συζητήθηκαν στις συναντήσεις του CEO της Energean Μ. Ρήγα με τον Πρόεδρο του Ισραήλ Ισαάκ Χέρτζογκ και με τον Πρόεδρο της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι.
Οι νέες αυτές ανακαλύψεις, θα μπορέσουν να καταστήσουν την ευρύτερη περιοχή σε αξιόπιστο εξαγωγέα προς τις ευρωπαϊκές αγορές και θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τον βηματισμό προς μια δίκαιη ενεργειακή μετάβαση για τις οικονομίες και τους πολίτες.
Και στις δύο, αυτές, συναντήσεις δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στο ρόλο που διαδραματίζει η ελληνική εταιρεία στην ενεργειακή ασφάλεια των δύο χωρών, στην αταλάντευτη δέσμευση της Energean για περαιτέρω εντατική έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή κοιτασμάτων φυσικού αερίου αλλά και στη σταθερή προσήλωση της εταιρείας σε υψηλές επιδόσεις στο Περιβάλλον, την Κοινωνία και την Εταιρική Διακυβέρνηση.
Σημαντικός παράγοντας για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ανατολική Μεσόγειος στον ενεργειακό τομέα, θεωρείται και το γεγονός ότι η Αίγυπτος εισάγει φυσικό αέριο από το Ισραήλ. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποτελέσει, όπως τονίστηκε στις δύο συναντήσεις, που πραγματοποιήθηκαν μέσα σε δύο εβδομάδες, έναν καταλύτη για ειρήνη, ευημερία και ενεργειακή ασφάλεια.
Αξίζει να σημειωθεί πως αναμένονται εξελίξεις και στις δύο χώρες, όπου η εταιρεία έχει παρουσία. Αναμένεται η παραγωγή στο Βόρειο Καρίς στο Ισραήλ, ενώ στην Αίγυπτο αναμένονται τα αποτελέσματα της γεώτρησης Orion 1. Σε αυτήν τη γεώτρηση operator είναι η Eni, ενώ η ελληνική πολυεθνική συμμετέχει με 19%. Κρατήστε ένα νούμερο που δείχνει τη σημασία του εν λόγω κοιτάσματος: Σε περίπτωση που βρεθούν κοιτάσματα εμπορικά εκμεταλλεύσιμα τότε αυτά μπορούν να περιέχουν έως 280 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου!
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μια αναθέρμανση του πληθωρισμού είναι η πρόωρη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Αυτό επισημαίνουν οι αναλυτές της Deutsche Bank σε σχετικό τους report, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην πιο εμβληματική αναθέρμανση του πληθωρισμού, αυτήν της δεκαετίας του ’70, όπου τότε όλες οι τράπεζες, σχεδόν ταυτόχρονα, προέβησαν σε πρόωρη χαλάρωση της σφιχτής νομισματικής τους πολιτικής.
Ένας άλλος λόγος είναι ότι όταν ο πληθωρισμός προκαλείται από ένα προσωρινό «σοκ», οι άμεσες επιπτώσεις συνήθως εκλείπουν με τον καιρό. Όμως, οι δευτερογενείς επιπτώσεις μπορεί να αποδειχθούν πιο επίμονες. Συνεπώς, η αρχική υποχώρηση αποτελεί συχνά και το πιο εύκολο στάδιο.
Σε αυτόν τον κύκλο υπήρξαν αρκετά «σοκ». Το πρώτο ήταν το κύμα αδρανοποίησης της ζήτησης μετά την πανδημία, η αναταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω των lockdown. Το δεύτερο σημαντικότερο είναι η σημαντική αύξηση των τιμών της ενέργειας, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Επιπρόσθετα, οι προσδοκίες ως προς τις μελλοντικές μειώσεις των επιτοκίων, επισημαίνουν οι αναλυτές της Deutsche Bank, μπορούν να αμβλύνουν τις χρηματοοικονομικές συνθήκες, οι οποίες με τη σειρά τους ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό είναι κάτι που παρατηρείται, σχεδόν συνεχώς, μέσα στο τρέχον έτος. Να κυριαρχεί, δηλαδή, η εκτίμηση ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, όπως η Fed και η ΕΚΤ, θα κινηθούν προς μια μείωση των επιτοκίων και όχι προς μια αύξηση.
Όσο περισσότερο ο πληθωρισμός παραμένει υψηλότερα από τον στόχο, επισημαίνει η Deutsche Bank, τόσο πιο πιθανό είναι να κινηθούν υψηλότερα και οι προσδοκίες για αυτόν, αναφέρουν οι αναλυτές. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει ενάντια στις προσπάθειες μείωσής του, καθώς οι υψηλότερες προσδοκίες αποπροσανατολίζουν,τελικά, από τον στόχο που έχουν θέσει κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο πρόεδρος Μπάιντεν αποφάσισε την επιβολή σημαντικών περιορισμών στις εξαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Όπως είναι γνωστό, στο τέλος του Ιανουαρίου ο Αμερικανός πρόεδρος πάγωσε μέχρι νεωτέρας τη διαδικασία χορήγησης εγκρίσεων για την υγροποίηση φυσικού αερίου και τη φόρτωση του στα ειδικά πλοία μεταφοράς LNG.
Αυτή η απόφαση έχει άμεση σχέση με την πίεση που υφίσταται η κυβέρνησή του από τις οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, οι οποίες υποστηρίζουν πως η βιομηχανία LNG βλάπτει σοβαρά το περιβάλλον. Έχει βέβαια σχέση και με τις εκλογές που θα γίνουν τον Νοέμβριο και το γεγονός πως ο πρόεδρος θέλει πάση θυσία να εξασφαλίσει την υποστήριξη αυτών των οργανώσεων.
Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με ικανοποίηση από την «πράσινη κοινότητα» αλλά δεν άρεσε καθόλου στους παραγωγούς φυσικού αερίου στο Τέξας και στις επιχειρήσεις που λειτουργούν τους σταθμούς υγροποίησης του αερίου και φόρτωσης του LNG στα ειδικά πλοία.
Οι επιχειρήσεις αυτές φοβούνται πως αυτή η εξέλιξη θα καθυστερήσει πολύ τη διαδικασία αδειοδότησης των νέων τερματικών εγκαταστάσεων για την εξαγωγή LNG, η έναρξη λειτουργίας των οποίων αναμένεται να διπλασιάσει τη δυναμικότητα του κλάδου στις ΗΠΑ μέχρι το 2030.
Οι εταιρείες φοβούνται πως οι ανταγωνιστές τους από την Αυστραλία και το Κατάρ θα προσπαθήσουν να αρπάξουν την ευκαιρία και να τους αποσπάσουν πελατεία, καθώς και οι δύο αυτές χώρες προσπαθούν να αυξήσουν τη δική τους δυναμικότητα εξαγωγής LNG και να μην αφήσουν τις ΗΠΑ, οι οποίες έγιναν πέρυσι η πρώτη εξαγωγική δύναμη LNG στον κόσμο, να γίνουν η κυρίαρχη δύναμη. Στα πλαίσια αυτά δεν αποτελεί έκπληξη αυτό που έγινε την προηγούμενη Πέμπτη στην αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων.
Με ψήφους 224 έναντι 200, το νομοθετικό σώμα υπερψήφισε σχέδιο νόμου που κατέθεσε, όπως ήταν πολύ λογικό να περιμένουμε, ένας ρεπουμπλικανός βουλευτής από το Τέξας. Αυτό το σχέδιο νόμου στην ουσία προβλέπει την αφαίρεση από το ομοσπονδιακό υπουργείο ενέργειας της αρμοδιότητας για την αδειοδότηση των τερματικών σταθμών LNG. Επίσης προβλέπει τη μεταφορά αυτής της αρμοδιότητας σε μία ομοσπονδιακή αρχή ανεξάρτητη από την εκάστοτε κυβέρνηση, την Federal Energy Regulatory Commission.
Η ρεπουμπλικανική πλευρά υποστηρίζει πως η απόφαση του προέδρου Μπάιντεν θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία και τις θέσεις εργασίας, ενώ τονίζει πως αυτό θα πλήξει την ενεργειακή ασφάλεια των συμμαχικών κρατών. Από τη μεριά τους οι περισσότεροι δημοκρατικοί υποστηρίζουν την ορθότητα της απόφασης και τονίζουν τη ζημία που κάνει στο περιβάλλον η βιομηχανία φυσικού αερίου.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως οκτώ δημοκρατικοί βουλευτές υπερψήφισαν το νομοσχέδιο, το οποίο όμως πολύ δύσκολα θα γίνει νόμος του κράτους. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να βρεθούν δημοκρατικοί γερουσιαστές να το υπερψηφίσουν, καθώς το κόμμα του Τζο Μπάιντεν έχει την πλειοψηφία σε αυτό το νομοθετικό σώμα. Ακόμα και αν γίνει αυτό όμως, θα πρέπει να το υπογράψει ο πρόεδρος, κάτι μάλλον απίθανο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου. Ανεξάρτητα πάντως από την τύχη του νομοσχεδίου, είναι γεγονός πως αυτή η πρωτοβουλία του Αμερικανού προέδρου έχει προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις εντός και εκτός ΗΠΑ.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.