Αντί για win-win, lose-lose

Το να πληρώνει φόρο εισοδήματος μόνο ο μισθωτός και να μην πληρώνει ο ελεύθερος επαγγελματίας, είναι σαν εκείνη τη γνωστή φωτογραφία του ζευγαριού στην πάλαι ποτέ ελληνική ύπαιθρο. Ο άντρας προχωρά καβάλα και άνευ φορτίου, η γυναίκα αγκομαχά πεζή και με ένα τεράστιο δεμάτι ξύλα στην πλάτη. Θα μου πείτε τώρα, είδες κανέναν να τον κατεβάζουν απ’ το άλογο στη μισή διαδρομή ενώ δεν έχει περπατήσει ποτέ του ή να τον ζαλώνουν με μισό δεμάτι ξύλα ενώ δεν ματακουβάλησε ποτέ του φορτίο κι εκείνος να μην διαμαρτυρηθεί; Μωρέ και θα σκούξει και θα φωνάξει και θα καταψηφίσει.

Βεβαίως, στον απλό περιβάλλον ενός ζευγαριού ανθρώπων, το πάρε-δώσε είναι ευδιάκριτο. Αν η γυναίκα ξεφορτωθεί τα μισά απ’ τα ξύλα που πρέπει να φτάσουν στο σπίτι, τότε είναι εμφανές ότι θα τα κουβαλήσει ο άντρας. Αν ο άντρας υποχρεωθεί να ξεκαβαλήσει στον μισό δρόμο, τότε είναι ολοφάνερο ότι την ξεκούραστη θέση του πάνω στα σαμάρι θα την πάρει η γυναίκα. Στο τεράστιο όμως και πολυπλόκαμο οικονομικό περιβάλλον μιας εθνικής οικονομίας, τα πράγματα δεν είναι τόσο εμφανή.

Δεν είναι προφανές στον μισθωτό πως όταν ο γείτονας του ελεύθερος επαγγελματίας πληρώσει τους φόρους που πρέπει, αυτός σταδιακά θα απαλλαγεί από μέρος των φόρων που ήδη πληρώνει. Ο μηχανισμός αυτός δεν είναι διόλου άμεσος ή ευδιάκριτος, ενώ ο κάθε υπάλληλος δεν είναι υποχρεωμένος ή ικανός να πάρει τους καταλόγους των φορολογικών εισπράξεων του κράτους ανά επαγγελματική κατηγορία και να κατατάξει τον εαυτό του στις στήλες του.

Ως γνωστόν, ο Έλληνας έχει μια ειδική σχέση με τη φορολογία. Πρώτον, δεν αντιλαμβάνεται καν την ανάγκη που έχει το κράτος να φορολογεί, πολύ περισσότερο δεν αντιλαμβάνεται το γεγονός ότι το κράτος βρέξει-χιονίσει πρέπει να εισπράξει ένα συγκεκριμένο ποσό που αντιστοιχεί στην κάλυψη των εγχώριων και των διεθνών του υποχρεώσεων. Ο Έλληνας δεν θέλει να πληρώνει καθόλου φόρους και όταν του χρειαστούν κρατικά λεφτά απαντά «να κόψουν τον λαιμό τους να τα βρουν, γι αυτό τους έχουμε εκεί».

Κατά τούτα λοιπόν, ο μισθωτός απαιτεί μειώσεις των δικών του φόρων, απαιτεί μειώσεις και έμμεσων φόρων, απαιτεί ολοένα και πιο αυξημένες κρατικές δαπάνες (αυξήσεις μισθών, αυξήσεις χορηγήσεων και υγεία, παιδεία, πρόνοια, καταβολή αποζημιώσεων για καταστροφές, κλπ), αλλά κουνά και με κατανόηση το κεφάλι όταν ο γείτονας του ελεύθερος επαγγελματίας διαμαρτυρηθεί διότι τον εξανάγκασαν να πληρώσει τον φόρο που του αντιστοιχεί. Αυτή η παλλαϊκή αντίληψη όμως, τελικά είναι ο ορισμός του λεφτόδεντρου.

Όπερ, όταν οι κυβερνήσεις χτυπήσουν τη φοροδιαφυγή των επαγγελματιών εισπράττουν πολιτικό κόστος, αλλά την ίδια στιγμή δεν εισπράττουν την πολιτική ευαρέσκεια των μισθωτών που θα ελαφρυνθούν από τη φορολόγηση των υπόλοιπων. Για τις κυβερνήσεις, κάθε αύξηση φορολογίας (έστω και εφαρμόζοντας φορολογική δικαιοσύνη) είναι lose-lose. Αν υπάρχει και πληθωρισμός, προσθέστε και τρίτο lose. Τον οποίον πληθωρισμό απληστίας, δεν τον εκτοξεύουν μόνον οι μεγάλες πολυεθνικές και αλυσίδες, αλλά και το πλήθος των μικρών επιχειρήσεων προϊόντων και υπηρεσιών, που είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες.

Κάπως έτσι φθάνουμε στα 60 δις μαύρο χρήμα τον χρόνο, το οποίο όμως αν υπάρξει κυβέρνηση που θα προσπαθήσει να το ακουμπήσει, παθαίνει αυτά που έπαθε η δική μας στις Ευρωεκλογές. Τώρα λοιπόν, καταφθάνει η αντιμεταρρυθμιστική λογική που λέει «πάρε τα πίσω». Αν τα πάρουν πίσω, θα χρειαστεί μια εικοσαετία μέχρι να τους ξανακουμπήσουν. Αν δείξουν πυγμή κάνοντας διορθώσεις σε αδικίες, τότε οι σημερινοί αφορολόγητοι θα συνηθίσουν στην ιδέα ότι πρέπει να πληρώνουν το κάτι τις τους. Ο προαιώνιος δρόμος της αρετής και της κακίας…