Ήταν θέμα χρόνου να θρηνήσουμε και νεκρούς πιλότους. Με τέτοια υπερλειτουργία και καταπόνηση ανθρώπων και μηχανημάτων, είναι σχεδόν αυτονόητο ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν και το δυστύχημα. Δυστυχώς, αυτό ήταν θανατηφόρο. Δυο μανάδες φόρεσαν μαύρα χθες για τα παλικάρια τους. Που τα έχασαν στην μάχη, διότι για πραγματική μάχη πρόκειται. Όχι επειδή την είπε «μάχη» ο ίδιος Μητσοτάκης, αλλά διότι αυτή την στιγμή η Ρόδος, η Κάρυστος και η Κέρκυρα είναι ο ορισμός της πρώτης γραμμής.
Εμείς εύκολα και άνετα, από την χαλαρότητα του κλιματιζόμενου γραφείου και καθισμένοι αναπαυτικά στην ανατομική μας πολυθρόνα, μπορούμε να κάνουμε κριτική αφ’ υψηλού. Γιατί δεν έσβησαν εκεί, γιατί δεν παρενέβησαν εδώ, γιατί δεν έσκαψαν ζώνες παρά πέρα, γιατί δεν έκαναν ρήψεις στην δείνα πλαγιά, γιατί δεν κατέβηκε το ελικόπτερο στην τάδε χαράδρα; Και γιατί να έχουμε εξήντα μόνο ιπτάμενα πυροσβεστικά; Γιατί να μην έχουμε εκατό ή διακόσια;
Κι όσο τα δάκτυλά μας συνεχίζουν να πληκτρολογούν τόσο ξεσαλώνουμε γεμάτοι ιερή οργή. Και που είναι ο αντιπυρικός σχεδιασμός, φωνάζουμε έμπλεοι τσαντίλας για την γύρω μας «ανικανότητα». Αν μας ζητήσουν βέβαια διευκρινήσεις για το τι είναι ο αντιπυρικός σχεδιασμός, ούτε δυο λέξεις δεν θα καταφέρουμε να ψελλίσουμε, όμως αυτό δεν μας εμποδίζει να έχουμε το αγέρωχο ύφος του Χότζα καθώς βγαίνει στην κορυφή του μιναρέ και κράζει όλο καμάρι. Η δουλειά του Χότζα είναι να φωνάζει αφ’ υψηλού και η δουλειά του χαμάλη από κάτω είναι να γονατίζει προς τον Θεό του ή να σβήνει φωτιές, ανάλογα με την περίσταση.
Ένα πράγμα μόνο εύχομαι σε όλους εκείνους που εύκολα και μάγκικα υψώνουν το δάκτυλο προς τους πραγματικούς μαχητές, σαν άλλοι Πάττον που έχουν τις μάχες για ψωμοτύρι. Να μην βρεθούν ποτέ στην θέση των ανθρώπων που βρίσκονται στο σπίτι τους κι έχουν πατέρα ή αδερφό ή σύζυγο, πιλότο ή πυροσβέστη στην πρώτη γραμμή της φωτιάς. Δεν το ξέρετε αυτό το συναίσθημα, εγώ το ξέρω καθότι είχα πατέρα πυροσβέστη. Να χτυπά το τηλέφωνο, να το κοιτάς έντρομος και να μην το σηκώνεις, γιατί δεν ξέρεις τι μαντάτο θ’ ακούσεις…