Να σας πω τώρα ότι τους λυπάμαι, έτσι που κατάντησαν; Θα πω ψέματα. Να πω ότι δεν χαμογέλασα ακούγοντας τον Κούλογλου να μιλά στην εκπομπή μου ή παρακολουθώντας τον Φίλη να μιλά στον Παπαδάκη; Χαμογέλασα πλατιά, σας το ομολογώ. Βεβαίως, ως δημοσιογράφος προσπαθώ να κάνω με αντικειμενικότητα την δουλειά μου, να κάνω τις ερωτήσεις που πρέπει, να σταθώ ισότιμα απέναντι σε κάθε άποψη και σε κάθε άτομο. Αλλά αν πω ότι αυτή η εκφυλιστική διαδικασία που κατατρώει τον Σύριζα δεν μου αφήνει μια γλυκιά επίγευση στο στόμα, θα πω ψέματα.
Γενικά αυτό δεν είναι σωστό για έναν δημοσιογράφο. Ούτε καν για ένα πολιτικό αναλυτή, καθώς το συναίσθημα επηρεάζει την κρίση του ανθρώπου και στρεβλώνει τις αναλυτικές του δυνατότητες. Πλην όμως η περίπτωση του Σύριζα όσον αφορά τους δημοσιογράφους ήταν πάντοτε ειδική. Επί πολλά χρόνια ο Σύριζα μας έβαλε εν σώματι απέναντι και μας άλλαξε τα φώτα. Ουδέποτε μας υπολόγισε ως λειτουργούς, που η δουλειά τους είναι να βρίσκουν την είδηση και να τη μεταδίδουν. Πάντα μας αντιμετώπιζε ως εχθρούς που είτε πρέπει να εξημερωθούν και να γίνουν πειθήνιοι, είτε πρέπει να εξοντωθούν.
Δεν ήμασταν εμείς που ανοίξαμε πόλεμο στον Σύριζα, εκείνος τον άνοιξε εναντίον μας από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης του ως ριζοσπαστικό κόμμα. Δεν περάσαμε εύκολα μαζί του επί μια δεκαπενταετία, πάντα με το πιστόλι του στον κρόταφο ήμασταν. Μας απειλούσε, μας τρομοκρατούσε, μας κατάγγελλε, μας λοιδορούσε, μας πρόγραφε. Σύσσωμος ο Σύριζα ως πολιτικός οργανισμός, με τις φανερές και τις υπόγειες δραστηριότητες του, πλην ελαχίστων ατομικών εξαιρέσεων. Στη δράση του μάλιστα εναντίον των δημοσιογράφων, πάντα το άρρωστο και επιθετικό συλλογικό του, υπερτερούσε κάποιων ψύχραιμων μεμονωμένων φωνών.
Δεν γράφω για τον Πολάκη και τις επιθέσεις του που δεν διέφεραν ποτέ και διόλου από τις χρυσαυγίτικες τακτικές, αν και δικαιούμαι καθότι τώρα με Κασσελάκη αυτός είναι που κάνει κουμάντο εκεί μέσα. Γράφω για όλους τους, που το ‘χαν πάντα πολύ εύκολο να κατακεραυνώσουν όποιον λειτουργό του τύπου είχαν απέναντι, παρά να κάτσουν να σκεφτούν μήπως αυτά που λέει ή ρωτά έχουν μια κάποια αξία. Και τους τα γράφαμε εμείς, τους τα λέγαμε. «Έτσι που πάτε και με το μυαλό που κουβαλάτε, μόλις ξεπεραστεί η κρίση που σας γέννησε, θα εξαφανιστείτε.»
Τίποτα αυτοί. Με τις ιδεολογικές παρωπίδες στα μάτια τους, το δήθεν ηθικό τους πλεονέκτημα φορεμένο σαν φωτοστέφανο γύρω απ’ το κεφάλι τους και με τη ρομφαία στο χέρι τους πορεύονταν. Και ο αδιέξοδος δρόμος τους, τους έβγαλε μπροστά στις πόρτες των συντρόφων τους. Ε, τώρα λοιπόν που αλληλοσκοτώνονται όπως σκότωναν κάποτε εμάς, ας μην διαμαρτύρονται που μας βλέπουν να καθόμαστε σε μια γωνιά και τους χαζεύουμε χαμογελώντας…