Ο καθηγητής Γιώργος Γραμματικάκης έφυγε στα 84 χρόνια του. Κρίμα που όλοι κάποια στιγμή φεύγουμε, πολύ κρίμα όμως που φεύγουν άνθρωποι σαν τον Γιώργο. Τέτοια ποιότητα και ποσότητα γνώσης συσσωρευμένη στο μυαλό, να συνυπάρχει με μια τόσο υπερβατική ψυχή και με μια πρωτόφαντη γλυκύτητα χαρακτήρα, θαρρώ πως σπάνια συναντούμε σε τούτη τη ζωή. Εγώ είχα την τύχη όχι μόνο να πάρω κάμποσες συνεντεύξεις από τον Γιώργο (μου έδωσε την πρώτη του ως πολιτικός άνδρας, την ίδια μέρα που αποφάσισε να μεταπηδήσει από την πρυτανεία το πανεπιστήμιο στην Ευρωβουλή), αλλά και να τον γνωρίσω προσωπικά.
Κάναμε κάμποσες φορές καλοκαιρινές διακοπές στην Σούγια, στην νότια Κρήτη. Γελούσε διαρκώς ο Γιώργος, κολυμπούσε βαθιά μέσα στα καταγάλανα νερά φορώντας ένα φθαρμένο καπέλο βιετναμέζικου στυλ, διαμαρτυρόταν για τα πιο επουσιώδη καθημερινά πράγματα, για την ζέστη, για το σανδάλι του που λύθηκε, για τα τζιτζίκια που δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί το μεσημέρι. Κοίταζε γύρω του με βλέμμα βαθιά εξεταστικό λες και δεν είχε ξαναδεί τον κόσμο που τον περιέβαλε κι έκανε τις πιο απίθανες πλάκες με την καταπληκτική παρέα του. Κάθε Αύγουστο οι πιο αλλοπρόσαλλοι άνθρωποι έδιναν ραντεβού στην Σούγια, μαθηματικοί και βιοτέχνες, αρχαιολόγοι και φαναρτζήδες αυτοκινήτων, πανεπιστημιακοί χαρτοπαίχτες και διανοούμενοι ταβλαδόροι, δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί, τουρλού-τουρλού.
Κι ο Γιώργος ανάμεσα τους ήταν ο πιο τρομερά ταπεινός Surer Star. Περπατούσε το καταμεσήμερο σέρνοντας τα ποδάρια και τους στοχασμούς του μέσα σ’ έναν αχνιστό από την Αυγουστιάτικη κάψα κόσμο, τσακωνόταν με τον Στέφανο Τραχανά για την λύση μιας εξίσωσης την ώρα που έτρωγαν φασολάκια λαδερά, κουτσομπόλευε απροκάλυπτα με την γυναίκα του την Εύα (διευθύντρια αρχαιολογικού μουσείου Κρήτης) κάθε περαστικό τουρίστα. Και βέβαια, ξάπλωνε το σούρουπο ανάσκελα πάνω στα βότσαλα της μεγάλης παραλίας περιμένοντας να φανούν τα άστρα, για να κάνει μάθημα αστρονομίας και φυσικής μέσα στο σκοτάδι, με το κύμα να σκάει ήρεμα δίπλα μας κι εκείνον να μας ξεναγεί σε κείνες τις κουκίδες που αναβόσβηναν στην άκρη του στερεώματος. Και σ’ όλες τις απαντήσεις που έδινε, σε ερωτήσεις αφελείς πρωτόλειες σαν τις δικές μας, κατέληγε μ’ ένα τελικό σοφό «δεν ξέρουμε».
Δεν ξέρουμε (εμείς η ανθρωπότητα) τι είναι ο Θεός, τι είναι το σύμπαν, πόσο είναι το σύμπαν, τι είναι το φως, αν υπάρχει εξωγήινη ζωή (πιθανολογούσε πως υπάρχει αλλά ήταν βέβαιος ότι δεν θα την συναντήσουμε ποτέ). «Όσο πιο πολλά ανακαλύπτουμε, μας αποκαλύπτουν πως τίποτα δεν ξέρουμε», έλεγε. Και γελούσε με την μικρότητα του, ενώ εμείς παραδίπλα γελούσαμε με την μεγαλοσύνη του πρύτανη. Ο Γιώργος Γραμματικάκης δεν ήταν μόνος ένας τρομερός επιστήμονας, ούτε μόνο ένας έξοχος συγγραφέας (διαβάστε την Βερενίκη του, ειλικρινά), ούτε απλά ένας ειλικρινής, έντιμος και πράος πολιτικός άνδρας σε εποχές σκληρότητας και αναισχυντίας.
Πάνω απ’ όλα ήταν ένας σπάνια καλός άνθρωπος, που προσπάθησε με καλό τρόπο να κάνει το καλό σ’ έναν κακό, κάκιστο κόσμο. Ένα κεράκι αναμμένο σε σκοτεινό σπηλιάρι ήταν ο Γιώργος. Τυχεροί όσοι έζησαν δίπλα του.