Συνεχίζω σήμερα για την πολυτάραχη ιστορική σχέση Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας, από κει που σταμάτησα στο χθεσινό μου κείμενο. Από τις αρχές του 20ου αιώνα. Τα γράφω αυτά διότι αυτές τις μέρες γελάσαμε με την ψυχή μας για όσα συνέβησαν στην Βρετανία, με την ανέβα-κατέβα των πρωθυπουργών της μέχρι να πούμε κύμινο. Γελάσαμε βέβαια, παραβλέποντας ότι εκεί το κοινοβουλευτικό τους σύστημα διαφέρει από το δικό μας του «ενός ανδρός αρχή» και ξεχνώντας ότι εκεί το κράτος τους δουλεύει κανονικά ανεξαρτήτως όσων συμβαίνουν στο πρωθυπουργικό τους γραφείο. Εδώ, σε παρόμοια περίπτωση, το σύνολο του κράτους θα είχε κηρύξει στάση εργασιών.
Τον 20ο αιώνα πολεμήσαμε παρέα με τους Εγγλέζους σε δύο παγκόσμιους πόλεμους. Αυτό, όπως και να το κάνουμε, σφυρηλάτησε κάποιους δεσμούς ανάμεσα στους δυο λαούς, καλύτερους απ’ αυτούς του 19ου αιώνα. Και στους δυο πολέμους, το στρατόπεδο μας νίκησε. Βέβαια, αμέσως μετά τους κοινούς αγώνες, κάτι ακολουθούσε και πάλι μας έβαζε απέναντι, αν όχι όλους τους Έλληνες του λάχιστον ένα μέρος από μας. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ήρθε η Μικρασιατική βρετανική πολιτική που μας κατέστρεψε. Και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο ήρθε ο εμφύλιος που πάλι η βρετανική ανάμειξη διέρρηξε τις σχέσεις μας. Είναι το εκκρεμές που λέγαμε.
Κι αν στον διχασμό, οι μισοί μόνο Έλληνες (οι βενιζελικοί) ήταν με τους Άγγλους και στον εμφύλιο πάλι οι μισοί (οι μη κομμουνιστές), στο Κυπριακό που ακολούθησε οι Βρετανοί βρέθηκαν απέναντι στο σύνολο του ελληνισμού. Απλώς με τα χρόνια, η σμίκρυνση της βρετανικής δύναμης και η αντικατάσταση τους από τους Αμερικανούς ως αφεντικά της περιοχής, άμβλυνε και την αντιπάθεια που υπήρχε παλιότερα σ’ ένα κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού γι αυτούς.
Τις τελευταίες δεκαετίες, στις νεώτερες γενιές η Βρετανία φάνταζε σαν τόπος σπουδών, εργασίας και βόλτας γύρω ή μέσα στα Χάρολντς. Καμία ιστορική φόρτιση, μήτε καλή μήτε κακή, έτσι για να αντιλαμβανόμαστε τους κύκλους της ιστορίας. Λίγο στραβώσαμε μαζί τους όταν ψήφισαν υπέρ του Brexit, ξεχνώντας όταν δεν είχαν περάσει παρά λίγα χρόνια από τότε που εμείς ακούγαμε Ευρώπη και φτύναμε. Και τώρα τους χλευάζουμε που κάθε τρεις μήνες αλλάζουν πρωθυπουργό και τσαντιζόμαστε που δεν μας δίνουν πίσω τα γλυπτά του Παρθενώνα.
Ελπίζω τουλάχιστον να μην βλέπουμε το τωρινό χάλι τους επιφανειακά και να βγάζουμε κάποια συμπεράσματα. Ας πούμε, ότι μπορεί η ίδια η οικονομία από μόνη της να πηγαίνει καλά και το κοινωνικο-οικονομικό φρένο να προέρχεται από πολιτικούς και από ιδεοληψίες. Για να μην πάθουμε το ίδιο σε λίγο καιρό το επισημαίνω.