Η αλήθεια είναι πως όταν φύγει μια φράση από το στόμα, μετά δε μαζεύεται. Με τις εκ ων υστέρων συγνώμες το πράγμα δε διορθώνεται. Ειδικά αν η άστοχη ή λανθασμένη δήλωση ειπωθεί στην τηλεόραση, τότε αναμεταδίδεται με αστραπιαία ταχύτητα σε όλα τα μέσα, αναπαράγεται σε δευτερόλεπτα, γίνεται αντικείμενο σχολιασμού και αντισχολιασμού, πεδίο πολιτικού καυγά και κομματικών αντιπαραθέσεων, ερμηνειών και παρερμηνειών, αντιπολιτευτικών και συντροφικών μαχαιρωμάτων, χάνεται τελικά η μπάλα.
Όπερ, κάθε σώφρων πολιτικός που δε θέλει να βρεθεί στα καλά καθούμενα στο κέντρο μιας θύελλας, πρέπει πριν ανοίξει το στόμα του δημόσια να σκέφτεται δυο και τρεις φορές αυτό που θέλει να εκστομίσει. Να έχει επίγνωση ότι κάθε του λέξη και κάθε του φράση είναι ήδη ξαπλωμένη στην κλίνη του Προκρούστη, άρα το κόψ ε- ράψε, το τέντωσε - σύμπτυξε και το διαστρέβλωσε-καταδίκασε είναι ο κυρίαρχος τρόπος του πολιτικού παιχνιδιού. Δεν είδατε τι έπαθε ο Τσακλόγλου;
Ο οποίος είναι υφυπουργός από τον Αύγουστο του 2020 παρακαλώ, κοντεύει τριάμισι χρόνια στο πόστο του και ουδέποτε έχει προκαλέσει, μήτε ενοχλήσει μήτε προσβάλει κανέναν. Κατά τεκμήριο σοβαρός άνθρωπος, γνώστης του αντικειμένου του, δουλευταράς και αφανής, από τους επαρκέστερους μέσα στο Υπουργικό Συμβούλιο, την πάτησε από μια χαζομάρα της στιγμής. Του είπε ο Κακκούσης ότι υπάρχουν ντελιβεράδες που βγάζουν παραπάνω από κάποιους δικηγόρους και αναρωτήθηκε γιατί οι δικηγόροι αυτοί δε μεταπηδούν στο ντελίβερι.
Εντάξει, ήταν μια αποτυχημένη παρότρυνση που μάλλον ξεκίνησε για χιουμοριστική και στον δρόμο έπαθε λάστιχο, αλλά διάολε, δεν είπε δα και τίποτα εξωφρενικά προσβλητικό ο άνθρωπος όπως του χρεώνουν. Ή τουλάχιστον δεν είχε τέτοια πρόθεση. Τώρα λοιπόν ο ευγενέστατος κύριος Τσακλόγλου έμαθε ότι στη δημόσια σφαίρα ουδέποτε γίνεται θετική δίκη προθέσεων, ούτε ο πρότερος έντιμος βίος αναγνωρίζεται. Πάντα οι δίκες προθέσεων βγάζουν καταδικαστικές αποφάσεις και κάθε τωρινή μας αστοχία κατεδαφίζει αυτομάτως τα θετικά προηγούμενα του βίου μας.
Βεβαίως, αυτή η διαστρεβλωτική τακτική μιας δημόσιας κριτικής που υπάρχει μόνο ως τοξική, οδηγεί το πολιτικό μας προσωπικό να διπλοκουμπώνεται πριν αποφασίσει ν’ ανοίξει το στόμα του. Ποιος θα τολμήσει ν’ αφήσει ελεύθερη τη σκέψη του και δημιουργική τη γλώσσα του, όταν ξέρει ότι παραμονεύουν χίλιοι για να τον φάνε ζωντανό με το παραμικρό; Δε θα προτιμήσει να μιλά με κλισέ παρά να βάλει το κεφάλι του στο ντορβά; Δε θα καταφύγει στην ξύλινη ανέκφραστη γλώσσα, παρά να αρχίσει τους χαριτωμένους αυτοσχεδιασμούς και μετά να βρεθεί εσταυρωμένος; Φυσικά αυτό θα κάνει. Ναι, αλλά μετά ας μην κατηγορούμε τους πολιτικούς μας ότι μιλούν δίχως να λένε τίποτα. Και να μην οικτίρουμε τη γενιά μας που δε βγάζει πολιτικές προσωπικότητες και μεγάλους ρήτορες. Εντάξει;