Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μάλλον το 1978, στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, είχε κάνει πάταγο μια προκήρυξη της Β΄ Πανελλαδικής, που ήταν η αποχωρήσασα αριστερή πτέρυγα του Ρήγα Φεραίου, της νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού, που κι αυτό είχε προέλθει από τη διάσπαση του ΚΚΕ, σε ΚΚΕ εξωτερικού και ΚΚΕ εσωτερικού. Καθότι οι διασπάσεις στην αριστερά είναι σαν το νόμισμα. Έχετε δει ποτέ νόμισμα με μια όψη;
Γιατί είχε κάνει πάταγο εκείνη η προκήρυξη; Διότι για πρώτη φορά έθετε υπαρξιακά ζητήματα σε πολιτικό κείμενο αιχμής, όπου συνήθως όλα ήταν βαριά πολιτικά και ασήκωτα αντιιμπεριαλιστικά. Ξεκινούσε τότε το κείμενο με την φράση, «ότι απόμεινε απ’ ο Πολυτεχνείο, είναι τα συντρίμμια της γενιάς μας». Ωραίο, λογοτεχνικό, σχεδόν σπαρακτικό, σε μια εποχή που τα αντάρτικα και η μεταπολιτευτική αισιοδοξία δεν επέτρεπαν τους σπαραγμούς.
Βέβαια, παρά την εντύπωση που έκανε τότε και παρά τη δραματικότητα που εμπεριείχε, σήμερα καταλαβαίνουμε ότι επρόκειτο για υπερβολική και άκαιρη διαπίστωση. Η περιβόητη γενιά του Πολυτεχνείου, το 1978 δεν είχε προλάβει ακόμα ούτε καν να ζήσει τον θρίαμβο της, πόσο μάλλον να τον δει να σωριάζεται σε συντρίμμια. Έπρεπε να έρθει το 1981 για να θριαμβεύσει και η κρίση των μνημονίων για να συντριβεί.
Βλέποντας τώρα την ακροτελεύτια παράσταση του τσίρκου που λέγεται Σύριζα, αναρωτιέμαι αν υπάρχει κανείς σ’ αυτόν τον χώρο που ένιωσε ότι δεν συντρίβεται μόνο το κόμμα του, αλλά η γενιά του. Αν παρακολουθώντας τις προεδρικές ασυναρτησίες από βήματος και τα γιούχα από κάτω, τις απειλές και τις αποχωρήσεις, τις ασχημίες και τις προσβολές, σκέφτηκε μήπως ότι όλο το αυτό το πολιτικό μόρφωμα που είχαν φτιάξει, είχε ευθύς εξ αρχής κάποιο σοβαρό κατασκευαστικό λάθος. Εξ ου και αφού επί δεκαπενταετία έκανε μαντάρα τα πάντα γύρω του, τελικά αυτοκαταστράφηκε κιόλας.
Το γράφω διότι παρατηρώντας τις φάτσες τους μία - μία μέσα στην Κεντρική Επιτροπή όπου πήγαν να λύσουν τελειωτικά τις διαφορές τους, δεν είδα κανέναν συντετριμμένο. Είδα του Κασσελακικούς αλαζόνες και επιθετικούς, είδα τους αντιφρονούντες εξοργισμένους και μαχητικούς, είδα τους ενδιάμεσους με μάτι πονηρό και υπολογιστικό να ψάχνουν προς τα που τους συμφέρει να πάνε, πάντως κάποιον να βουρκώνει αποκαμωμένος στη γωνιά για την παρακμή και το μαύρο χάλι του κόμματος του, δεν είδα.
Σαν να είχαν όλοι από ένα μαχαίρι στα δόντια έμοιαζαν, έτοιμοι ν’ αρχίσουν να ξεκοιλιάζουν τον διπλανό τους σύντροφο (πολιτικά, μην παρεξηγηθώ, δεν είμαστε και στην Τασκένδη του 1955-56), πάντως συντετριμμένους φορείς του ηθικού πλεονεκτήματος που βλέπουν το έργο της ζωής τους να γίνεται ένας σωρός από μπάζα δε θύμιζαν διόλου. Δεν ξέρω τελικά ποιοι θα μείνουν, ποιοι θα φύγουν, ποιοι θα τηρήσουν στάση αναμονής, ξέρω ότι μάλλον κανείς τους δεν έχει την απαραίτητη ενσυναίσθηση για να πει «πήραμε τη ζωή μας λάθος και χαλάσαμε δεκαπέντε χρόνια και για μας και για τη χώρα».
Κι όσο δε θα το λένε αυτό, οι μικρολεπτομέρειες του εσωτερικού τους πολέμου δε θα χουν σημασία. Θα χουν το χάζι τους ασφαλώς, αλλά ως εκεί.