Ναι, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 26% την τελευταία τετραετία. Το λέει και το ξαναλέει ο Μητσοτάκης μπας και το εμπεδώσουν, όμως ξέρετε πότε ο πολίτης, είτε εργαζόμενος είτε συνταξιούχος είτε άνεργος, ασχολείται με τον μισθό του, τη σύνταξη του, το επίδομα του; Μόνο όταν μειώνονται. Είτε διότι έχει πλακώσει κάποια τρόικα με χατζάρα και κόβει, είτε όταν αυξηθούν τίποτα εισφορές ή όταν αλλάξει κάποιο εισοδηματικό σκαλοπάτι απ’ τα πολλά που υπάρχουν και το τελικό ποσό που εισπράττει είναι μικρότερο απ’ αυτό του περασμένου μήνα. Εκεί επαναστατεί.
Προσωπικά, δεν θυμάμαι ποτέ τον μέσο Έλληνα πολίτη να εμφανιστεί ικανοποιημένος από μια αύξηση που παίρνει στον μισθό ή τη σύνταξη του. Ούτε και κανένα συνδικάτο θυμάμαι ποτέ, μισό αιώνα τώρα, να πει ένα «εντάξει, αυτή τη φορά η αύξηση ήταν ικανοποιητική». Μην μπερδευόμαστε, δεν θεωρώ τον απλό άνθρωπο ή τον μέσο Έλληνα το πιο αχάριστο πλάσμα του κόσμου. Φυσιολογική θεωρώ την αντίδραση του, ποιος δεν θέλει να έχει μεγαλύτερες απολαβές απ’ αυτές που εισπράττει και ποιος είναι αυτός που πιστεύει ότι δεν έχει ανάγκη για παραπάνω χρήματα; Κανείς.
Άρα, αυτό το «σιγά την αύξηση» που ακούμε σήμερα εδώ κι εκεί, είναι αναμενόμενο. Και 36% και 46% να είχε δώσει ο Μητσοτάκης, πάλι μουρμούρα θα αντιμετώπιζε. Εδώ ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε θεσπίσει την καταστροφική για τα δημόσια οικονομικά ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή) κι έδινε 8% με 10% αύξηση στους μισθούς ανά τετράμηνο και πάλι τον είχαν ρημάξει στις απεργίες και στις διαμαρτυρίες. Μόνο αν έχει προηγηθεί καμιά δεκαετία χρεωκοπίας και μαύρης φτώχειας σαν το 2010-9, θα δεήσουν να εκτιμήσουν το γεγονός ότι σταματούν οι περικοπές κι αυτό για κανένα-δυο χρονάκια.
Μετά, μόλις ακούσουν από κυβερνητικά χείλη τη λέξη «αύξηση», γυρίζει ο διακόπτης και ρωτάνε «πόσο;». Και μόλις ακούσουν το ποσό, απαντούν «δηλαδή μισό κουλούρι την ημέρα». Στο μεταξύ, ο μαγαζάτορας που έχει γυναίκα δημόσια υπάλληλο, όταν ακούει την αύξηση που παίρνει η σύζυγος βρίζει επειδή είναι μικρή, αλλά όταν υποχρεώνεται να τη δώσει στον δικό του υπάλληλο πάλι βρίζει διότι «δεν βγαίνει και θα το κλείσει το μαγαζί».
Υπάρχει και μια τελευταία παράμετρος. Μπορεί να μουρμουρά, να δυσανασχετεί, να διαμαρτύρεται με τα «ψίχουλα», αλλά την ώρα της ψήφου του θα τα βάλει κάτω με σκληρά υπολογιστικό μάτι. Αν δει ότι υπάρχει πιθανότητα κάποιο κόμμα της αντιπολίτευσης (που παγίως έχει υποσχεθεί διπλά και τρίδιπλα) να καβαλήσει την εξουσία, βρίσκει διέξοδο η δυσαρέσκεια του και λέει «θα τους ψηφίσω, και τα μισά να δώσουν απ’ αυτά που υπόσχονται πάλι καλά θα ναι». Αν δει πως απλώς βαράνε τζούφιες ντουφεκιές στον αέρα και ότι ο νικητής είναι δεδομένος, υιοθετούν το «κάλλιο πέντε και στο χέρι». Για να αρχίσουν την επόμενη μέρα τη μουρμούρα, καθότι τα «πέντε στο χέρι» είναι «ψίχουλα».