Ξέρω πως με το σημερινό σημείωμα, όχι μόνο δεν θα κάνω καινούργιους φίλους, μα θα χάσω και πολλούς από τους παλιούς. Αυτή είναι, όμως, η ζωή του δημοσιογράφου.
Γνωρίζω τι θα απαντήσουν, πριν καν τεθεί η ερώτηση. «Μα, αυτό λένε και τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, έτσι τους αποκαλούν». Είναι η συνήθης επωδός, όταν με ευγενικό, πάντα, τρόπο, προσπαθείς να πεις σε κάποιον πως η επιλογή των λέξεων, είναι ιδεολογική επιλογή και έχει τεράστιο συμβολικό φορτίο, αλλά και επιρροή σε αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε κοινή γνώμη.
Κατανοώ, λοιπόν, την αγανάκτηση αναγνωστών, ακροατών και τηλεθεατών με τη χρήση λέξεων όπως «μαχητής» για να περιγράφουν τα τέρατα της Χαμάς. Εξίσου την κατανοούσα, όταν προσπαθούσαν διάφοροι να παρουσιάσουν τα εγκλήματα πολέμου σε βάρος του άμαχου πληθυσμού στην Μπούτσα, το Ιζιούμ και τη Μαριούπολη που διέπραξαν οι ορδές του Πούτιν, ως κάτι συνηθισμένο για έναν πόλεμο. Το ίδιο εξοργιζόμουν παλιά με τη χρήση της λέξης «χτύπημα» για τις άνανδρες δολοφονίες της 17Ν. Δεν θέλω καν να αναφερθώ στους ύμνους που έχουν γραφτεί για το «αντάρτικο πόλης» το οποίο πάντα, τεχνηέντως μπέρδευαν με την τρομοκρατία, σε μία προσπάθεια δημιουργίας μίας νέας αγιολογίας.
Η παρουσίαση των ανθρωπόμορφων τεράτων ως «μαχητές» δείχνει την ανύπαρκτη παιδεία, την επιπολαιότητα και την ελαστική συνείδηση, εκείνων που τη χρησιμοποιούν στο όνομα της «αντικειμενικής» δημοσιογραφίας. Η ταύτιση του εισβολέα, βασανιστή και δήμιου με τη λέξη «μαχητής» τον ξεπλένει, για να μην πω τον αγιοποιεί. Τι είδους «μαχητές» είναι αυτοί; Για ποιον ευγενικό σκοπό πολεμούν, όταν σκοτώνουν αμάχους, αποκεφαλίζουν μωρά παιδιά, βιάζουν γυναίκες και ανατινάζουν παιδικά δωμάτια; Έχασαν οι λέξεις το νόημά τους και οι άνθρωποι το αίσθημα της ντροπής.
Αντικειμενική δημοσιογραφία δεν υπάρχει κι ούτε μπορεί να υπάρξει από τη στιγμή που ο δημοσιογράφος είναι υποκείμενο που ζει στη ζώσα ιστορία. Πρέπει, όμως, να υπάρχει αμερόληπτη δημοσιογραφία, δηλαδή το προϊόν της δουλειάς του δημοσιογράφου να φτάνει στον τελικό του αποδέκτη, δίνοντας του την ευκαιρία να έχει στη διάθεσή του, δύο, τουλάχιστον, αντιτιθέμενες απόψεις για ένα θέμα. Αυτό δεν γίνεται εδώ και πολλά χρόνια και είναι μία συγκεκριμένη επιλογή, η οποία έχει επιβληθεί, όσο πικρό κι αν ακούγεται αυτό. Το από ποιους και γιατί, είναι μεγάλη ιστορία.
Είναι προφανές πως η ελληνική δημοσιογραφία πάσχει βαριά, αν όχι ανίατα και ανεπίστρεπτα.
Πάσχει γιατί πολλοί από αυτούς που κλήθηκαν ή προσφέρθηκαν να την υπηρετήσουν δεν διαθέτουν όχι μόνο την απαραίτητη διανοητική σκευή, αν και τελείωσαν πανεπιστήμια, αλλά, κυρίως, γιατί δεν γνωρίζουν καν τι θα πει ανεξάρτητη σκέψη. Σαν έτοιμοι από καιρό, υιοθετούν αμέσως, χωρίς να μπουν στη διαδικασία του λογικού ελέγχου κάθε μόδα, trend το λένε στις μέρες μας, αλλά βασικά έχουν στραμμένες τις κεραίες τους στο τι θέλει αυτό το αόριστο σύνολο που αποκαλούμε «κοινή γνώμη». Χωρίς διάθεση να συγκρουστούν με την τρέχουσα, κυρίαρχη διάθεση, αρκούνται σε εκείνα που κυριολεκτικά χαϊδεύουν αυτιά και προσφέρουν θαλπωρή σε ποταπά ένστικτα. Το ίδιο ισχύει, όταν δέσμιοι ιδεολογιών, καταδικασμένων στην ιστορία, προσπαθούν να φέρουν τα γεγονότα στα μέτρα τους, προκειμένου να συμβάλλουν στη συγγραφή και διάδοση ενός νέου «αφηγήματος».
Ο δημοσιογράφος δεν ζει εκτός της κοινωνίας και της ιστορίας. Είναι λογικό να έχει τις δικές του ιδέες, τη δική του προσωπική ηθική, τον δικό του τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνεται τον κόσμο, τη θέση και τη σχέση του με αυτόν. Όλα αυτά όχι μόνο μπορεί, αλλά και πρέπει να τα έχει. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν αντί για όλα αυτά έχει ιδεολογία, δηλαδή ασπάζεται ένα συγκεκριμένο, κλειστό σύστημα ιδεών, χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση για την αλήθεια και την ορθότητα του και με αυτό το εργαλείο προσπαθεί να καταγράψει γεγονότα και να τα ερμηνεύσει. Εκεί βρίσκεται το μοιραίο σημείο, όπου από δημοσιογράφος μετατρέπεται σε προπαγανδιστής, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, είτε αμείβεται για αυτό είτε όχι.
Σταδιακά, όπως διαπιστώνουν πολλοί η ενημέρωση στην τηλεόραση από τα δελτία ειδήσεων, στις πρωινές, μεσημεριανές και απογευματινές εκπομπές, όπου διάφοροι υποδυόμενοι τους δημοσιογράφους, αναλύουν γεγονότα, δολοφονούν χαρακτήρες, ευτελίζουν τη ζωή και γαλουχούν στη φτήνια μεγάλες ομάδες του πληθυσμού. Αυτό είναι ευθύνη των ιδιοκτητών και των διευθυντικών τους στελεχών. Αγοράζουν φτηνά και πουλούν ακριβά (διαφημίσεις) ένα άθλιο προϊόν. Το ίδιο ισχύει για πολλές από τις άπειρες «ειδησεογραφικές» ιστοσελίδες που ρυπαίνουν το οικοσύστημα του Διαδικτύου.
Υπάρχουν εξαιρέσεις; Ναι, υπάρχουν, αλλά χάνονται στις μέσα σελίδες των εφημερίδων, σε μεταμεσονύχτιες συνήθως ραδιοφωνικές εκπομπές, ενώ σπανίως θα τις δείτε στους τηλεοπτικούς σας δέκτες. Αυτές οι εξαιρέσεις λάμπουν σαν διαμάντια ανάμεσα στις στάχτες και είναι η ελπίδα για την αναγέννηση, κάποτε, της ελληνικής δημοσιογραφίας. Αυτούς πρέπει να αναζητήσει να βρει ο αναγνώστης, ο ακροατής, ο τηλεθεατής, να ψάχνει τα ίχνη του κάματού τους, που βρίσκονται κατάσπαρτα στη θάλασσα του ενημερωτικού πελάγους, για να έχει τη δυνατότητα, στη συνέχεια, να σχηματίσει τη δική του άποψη. Είναι η σπάνια εκείνη περίπτωση, όταν δημιουργός και αποδέκτης του έργου, έχουν κοινή πορεία στην αναζήτηση της αλήθειας. Βρείτε τους κι υποστηρίξτε τους. Αξίζουν με το παραπάνω.