«Ω Ηράκλεις, απόλωλεν ανδρός αρετά».
Πλούταρχος, Ηθικά
Ήταν τέτοια εποχή, λίγο μετά την Μεταπολίτευση, όταν στον μικρόκοσμό μου, ξέσπασε ένα μεγάλο σκάνδαλο. Ένα στέλεχος, αφού έκλεψε το ταμείο μίας μεγάλης αριστερής οργάνωσης τον καιρό της παρανομίας, άνοιξε εμπορικό κατάστημα με οικιακές συσκευές, διαφημίζοντάς την μάλιστα με ό,τι πρόσφορο μέσο είχε.
Άνθρωποι που μόλις είχαν επιστρέψει από την εξορία, αλλά και άλλοι που έζησαν με τον χωροφύλακα έξω από την πόρτα τους για επτά ολόκληρα χρόνια, αφού ξεπέρασαν το πρώτο ξάφνιασμα, άρχισαν να κλείνονται στον εαυτό τους. Θυμάμαι τις χαμηλόφωνες συζητήσεις που έκαναν και το βαρύ αίσθημα ντροπής που κουβαλούσαν, για κάτι που είχε κάνει κάποιος άλλος. Μόνο που αυτός ο «άλλος» ήταν από τους «δικούς» μας. Ήταν εκείνη η γενιά ανθρώπων που είχαν συνείδηση της ντροπής, κυρίως, όμως, πως εκπροσωπούσαν μία ιδεολογία, μία παράταξη και πως οι πράξεις του ενός, βάραιναν και τους υπολοίπους.
Θυμήθηκα αυτή την ιστορία, χρονιάρες μέρες, διαβάζοντας το σκεπτικό του δικαστηρίου για την καταδίκη του πρώην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ και νυν υποψήφιου βουλευτή κ. Νίκου Παππά, για το ατιμωτικό αδίκημα της παράβασης καθήκοντος.
Διαπίστωσα πως κανείς από τους πρώην φίλους μου, δεν έσκυψε το κεφάλι από ντροπή. Απεναντίας, βρέθηκαν πολλοί, οι οποίοι είπαν: σιγά το πράγμα! Δεν έλειψαν ούτε εκείνοι που ισχυρίστηκαν πως πρόκειται για «παράσημο τιμής», αφού καταδικάστηκε από το «καθεστώς Μητσοτάκη».
Τι άλλαξε από τότε μέχρι τώρα;
Μάλλον, η ίδια η κοινωνία που μέσα στην καταναλωτική της ευδαιμονία και αμεριμνησία, έχασε αυτό που έλεγαν παλιά τσίπα, ντροπή, αισχύνη. Η κοινωνία μας προχώρησε αρκετά, έκανε πολλά βήματα αναφορικά με τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, προσπάθησε να επουλώσει πληγές του παρελθόντος, να αποκαταστήσει αδικίες, να φροντίσει τους αδύναμους, όχι πάντα με επιτυχία, μα σημασία έχει ότι προσπάθησε και ότι δεν έμεινε στάσιμη.
Τα δύο περιστατικά, είναι δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες, δύο διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης της πραγματικότητας και ερμηνείας της. Ίσως να είναι και δύο κόσμοι, ένας που έφυγε για πάντα κι ένας που κατσικώθηκε στο αγορασμένο με δόσεις σαλονάκι της μεζονέτας στα εύτακτα προάστια των αστικών συνοικήσεων.
Αναρωτιέμαι, όμως, τι είναι εκείνο που κάνει τους παλιούς μου φίλους είτε να σιωπούν, είτε να εκθειάζουν την καταδίκη ενός πολιτικού για ένα τόσο ατιμωτικό αδίκημα; Ποια ανάγκη τους, ποιο κενό τους καλύπτουν με αυτή τη στάση; Γιατί επιλέγουν τη σιωπή; Γιατί επιτίθενται ανοίκεια σε κάθε ένα που τους επισημαίνει αυτή την ανακολουθία ανάμεσα στα έργα και τις πράξεις και τους αποκαλούν «αυτοκρατορική φρουρά»; Μήπως γιατί πιστεύουν πως η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση;
Προφανώς, ανάμεσα σε όλα όσα άλλαξαν, άλλαξε και η ιδεολογία της ελληνικής αριστεράς, ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τη θέση της στην πραγματικότητα και ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει τον κόσμο. Η αμοραλιστική θεώρηση της κοινωνίας, η επικράτηση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», η ενίσχυση κάθε διχαστικού συνθήματος, η παρελθοντολογία, η αναμόχλευση παλιών, ξεχασμένων τραυμάτων, τα οποία κάθε άλλο παρά απασχολούν τις νεότερες γενιές, δεν αποτελούν πρόταση για το παρόν και το μέλλον. Κρίμα, γιατί ήταν μια καλή ευκαιρία, η παράταξη αυτή, να διακριθεί για τη θετική της συνεισφορά στο παρόν και το μέλλον. Προτίμησαν, ωστόσο, να μείνουν κολλημένοι σε ένα παρελθόν, το οποίο όσο απομακρυνόμαστε από αυτό, τόσο χάνει την αίγλη που είχε κάποτε αποκτήσει.
Αυτό, άλλωστε, φαίνεται και από τη σύνθεση των ψηφοδελτίων, όπου παρατηρούμε ένα συνωστισμό τυχοδιωκτών προερχόμενων είτε από το παλιό αυριανικό - κουτσογιωργικό ΠΑΣΟΚ, είτε από την αυτάρεσκα αυτοαποκαλούμενη λαϊκή Δεξιά, ενώ δεν λείπουν κραυγαλέα παραδείγματα νεποτισμού και οικογενειοκρατίας με τη συμμετοχή συζύγων, συντρόφων, απογόνων κ.λπ.
Τελικά, ίσως έτσι να είναι καλύτερα. Ίσως αυτή η απομυθοποίηση και απομάγευση βοηθήσει, κάποια στιγμή και τους ίδιους να αντιληφθούν πως οδεύουν με μαθηματική ακρίβεια σε ένα υπαρξιακό αδιέξοδο.