Δύο ειδήσεις πέρασαν ασχολίαστες μέσα στην ένταση της προεκλογικής περιόδου. Δύο ειδήσεις, τις οποίες αν διαβάσει κανείς προσεκτικά, θα μπορέσει να σχηματίσει μία εικόνα, σχετικά αξιόπιστη για το εγγύς μέλλον.
Η πρώτη αφορά στη δοκιμή εκτόξευσης ενός πυραύλου από ελληνικής κατασκευής drone του SARISA SRS-1Α και η δεύτερη ήταν μία εξαιρετικά σημαντική συνέντευξη του Επίτροπου για την Εσωτερική αγορά της Κομισιόν Τιερί Μπρετόν, την οποία δημοσίευσε προ ημερών η εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ».
Η έναρξη των δοκιμών του νέου drone είναι δηλωτική της αυξημένης ανησυχίας της κυβέρνησης για την ενίσχυση της αμυντικής και αποτρεπτικής ισχύος της χώρας και, συνάμα, της ενίσχυσης της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, δεδομένης της αναγκαστικής συνύπαρξης με έναν πολύ δύστροπο - για να εκφραστώ επιεικώς - γείτονα.
Στη συνέντευξη του, ο Ευρωπαίος αξιωματούχος αναφέρθηκε στην ανάγκη «οικοδόμησης μιας οικονομίας πολέμου», επισημαίνοντας τις πιεστικές ανάγκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια ρωμαλέα, σύγχρονη και αποτελεσματική αμυντική βιομηχανία, η οποία θα παράγει όλα τα αναγκαία για την κοινή άμυνα και την προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, ιδίως υπό το φως του ιμπεριαλιστικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Ταυτόχρονα, επεσήμανε την ανάγκη ενίσχυσης των αμυντικών δαπανών των χωρών - μελών, ενώ υπογράμμισε πως η Ελλάδα, διαθέτοντας το 3,7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της σε αμυντικές δαπάνες συγκαταλέγεται πρώτη μεταξύ των συμμάχων.
Αξιοσημείωτη ήταν η αποστροφή του Επιτρόπου, σχετικά με τις κοινοτικές ενισχύσεις προς τη χώρα μας, μέσω εξειδικευμένων προγραμμάτων στην αεράμυνα, στις στρατιωτικές επικοινωνίες και στην τεχνητή νοημοσύνη.
Μόνο κάποιος τυφλωμένος από εμμονές ή άγνοια, δεν βλέπει τις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και σε περιφερειακό. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, έθεσε τέλος σε μια μακρά περίοδο ειρήνης αλλά και εθελοτυφλοτισμού στη Γηραία ήπειρο και έφερε τους πάντες προ των ευθυνών τους, με αποτέλεσμα ακόμη και παραδοσιακά ουδέτερες χώρες, να σπεύδουν να ενταχθούν με πολυεθνικούς αμυντικούς μηχανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ (Φινλανδία - Σουηδία).
Ευτυχώς, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έχουν γίνει αρκετά βήματα προς την κατεύθυνση της αμυντικής θωράκισης της χώρας και έχουν εγκαταλειφθεί (ελπίζω για πάντα) απόψεις όπως «θα κάνουμε μείωση στις αμυντικές δαπάνες. - Και αν επιτεθεί η Τουρκία; - Θα το ρισκάρουμε!».
Ανάλογα αρνητική είναι και η στάση ορισμένων κομμάτων, να μην ψηφίζουν παραδοσιακά τις αμυντικές δαπάνες του εκάστοτε προϋπολογισμού, προβάλλοντας το επιχείρημα: «Βούτυρο αντί για κανόνια», το οποίο πρωτολάνσαραν οι χιτλερικοί στην πορεία τους προς την εξουσία.
Η άμυνα της χώρας, δεν προσφέρεται για προεκλογικές υποσχέσεις ή για καφενόβιες συζητήσεις με πνεύμα ελαφρό από το καταναλωθέν οινόπνευμα. Είναι μια υπόθεση όχι απλώς σοβαρή, μα υπαρξιακή ανάγκη για την χώρα, την κοινωνία, τη Δημοκρατία.
Εξίσου, δεν προσφέρεται η άμυνα της χώρας και για διάφορα παιχνίδια, στα οποία αρέσκονται να επιδίδονται ορισμένοι, θέτοντας υπό αμφισβήτηση της συνέχεια του κράτους και το σεβασμό της υπογραφής των συμφωνιών και των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Είναι ακόμη νωπές οι μνήμες από τις κραυγές διαφόρων σχετικά με τα «υποβρύχια που γέρνουν».
Βέβαια, τα χρόνια πέρασαν, τα υποβρύχια αυτά εντάχθηκαν στον στόλο μας και αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά, προκαλώντας προβληματισμούς και φόβους στους απέναντι. Στο μεταξύ, οι τότε φωνασκούντες, έκαναν το σύντομο, μα ιδιαίτερα επικερδές πέρασμά τους από το Κοινοβούλιο και του υπουργικούς θώκους, αναλισκώμενοι σε τελετές αρχαιολατρικού κάλλους, ενώ σήμερα δεν διστάζουν να φορούν το καλπάκι του τύραννου Πούτιν, θέλοντας να δείξουν το «πατριωτικό» τους φρόνημα.
Γι’ αυτό και ήμουν πολύ επιφυλακτικός, πρόσφατα, με την προσπάθεια υπονόμευσης της φυσικής ηγεσίας του στρατεύματος, την οποία προσπάθησαν να εμπλέξουν στην υπόθεση των υποκλοπών. Ευτυχώς, επικράτησε η ψυχραιμία και η νηφαλιότητα και δεν γνώρισε η χώρα και οι Ένοπλες Δυνάμεις της, μία κρίση, η οποία θα μπορούσε να μας οδηγήσει πολλά χρόνια πίσω στο παρελθόν.
Τα επόμενα χρόνια, η χώρα, εκ των πραγμάτων, θα χρειαστεί να κάνει μεγάλες, σοβαρές και πολυδάπανες επενδύσεις στην αμυντική της ικανότητα. Θα ήταν ευχής έργον, τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, να έρθουν σε συμφωνία και να διατρανώσουν την απόφασή τους για την πάση θυσία ολοκλήρωση των προγραμμάτων που βρίσκονται σε εξέλιξη, την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας και τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Από τα υπόλοιπα κόμματα, δεν περιμένω τίποτα, γιατί τα δείγματα γραφής που έδωσαν, δείχνουν πως βρίσκονται στον αντίποδα αυτής της αντίληψης. Και η ιστορία θα τους το χρεώσει.