Κάποτε η ελληνική αριστερά, είχε στις τάξεις της ένα Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος μελοποιούσε έργα σπουδαίων ποιητών και τα τραγουδούσε ο κόσμος στις παρέες και στις διαδηλώσεις.
Κάποτε η ελληνική αριστερά, είχε μαζί της κορυφαίους εργάτες των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Μανώλης Αναγνωστάκης και ο Κώστας Κουλουφάκος, ο Άρης Αλεξάνδρου και η Καίτη Δρόσου, όπως τόσο και τόσοι άλλοι που άφησαν βαθιά ίχνη στον νέο ελληνικό πολιτισμό.
Κάποτε η ελληνική αριστερά, ήταν περήφανη για τα έργα της Βάσως Κατράκη που αποτύπωσε με τόση ενάργεια την εποχή της ή για τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου που σημάδεψε όχι μόνο τον ελληνικό αλλά και τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Θα μπορούσα να γράψω εκατοντάδες άλλα ονόματα, το καθένα από τα οποία είναι μία λαμπρή σελίδα όλων όσων έφτιαξαν και μας παρέδωσαν οι προηγούμενες γενιές, όλων όσων διαμόρφωσαν τα παιδιά της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής περιόδου. Αιώνια ευγνώμονες!
Ήταν άλλες εποχές, θα μου πείτε, αλλά δεν θα συμφωνήσω με την προσέγγιση αυτή. Οι άνθρωποι φτιάχνουν τις εποχές. Οι άνθρωποι είναι οι ψηφίδες που συναπαρτίζουν το μεγάλο ψηφιδωτό της εποχής, για να το κληροδοτήσουν στους επόμενους. Όλοι αυτοί οι μικροί και μεγάλοι, μα όλοι σπουδαίοι, πυλώνες του νέου ελληνικού πολιτισμού, ήταν άνθρωποι με αρχές και ρωγμές, θνητοί, φθαρτοί μα και συνάμα αθάνατοι μέσα από το έργο τους. Ήταν άνθρωποι που είχαν μία συγκεκριμένη ιδεολογία, την οποία επέλεξαν με βάση τις πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κάνοντας μία ηθική, κατά τη γνώμη τους, επιλογή.
Τα χρόνια πέρασαν, άλλα ήταν εύκολα κι άλλα δύσκολα. Κι ήρθαν άλλοι αριστεροί στα πράγματα, κομίζοντας το φάντασμα ενός «ηθικού πλεονεκτήματος» ως αδιαμφισβήτητοι κληρονόμοι και νομείς του. Μαζί με την ηθική τους πρόταση, έφεραν και την αισθητική τους. Μία αισθητική που περιλαμβάνει πρώην παίχτες reality show, ατάλαντους ηθοποιούς που φωνασκούν αντί να διακονούν την υψηλή τέχνη της υποκριτικής, στιχοπλόκους που διακρίνονται όχι μόνο για τη ρηχότητα και την άγνοια της ποιητικής τέχνης, μα και για τη χυδαιότητά τους.
Υπάρχουν και οι συγγραφείς με τη διαρκή αυτοαναφορικότητα και το αναμάσημα του «τραύματος του εμφυλίου», η ανάγνωση των έργων των οποίων, στην καλύτερη περίπτωση προκαλεί αφόρητα χασμουρητά. Μετά, αναρωτιούνται γιατί δεν τους διαβάζουν στις άλλες χώρες.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς ή ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, αν και έζησαν σε εποχές πολύ πιο δύσκολες και ταραγμένες από τη σημερινή, είχαν τη θεωρητική σκευή να συνομιλούν ως ισότιμοι με τους ομολόγους τους στις δυτικές χώρες. Πόσοι από τους σημερινούς μπορούν να κάνουν το ίδιο; Και ποιος θα τους πάρει στα σοβαρά;
Παράλληλα, η νέα αριστερή διανόηση, αγκαλιάζει κάθε είδους χυδαιότητα, νομίζοντας η δόλια που έτσι συνομιλεί με την εποχή. Άνθρωποι χωρίς ιστορική παιδεία, αδυνατούν να αφομοιώσουν δημιουργικά το παρελθόν και να συνομιλήσουν με το παρόν. Με φτωχό λεξιλόγιο, υιοθετούν την αργκό, νομίζοντας πως έτσι θα ξεχωρίζουν ως ριζοσπάστες και ανακαινιστές. Θέλοντας να προσεγγίσουν την νεολαία, αντί να εκπληρώσουν τον παιδαγωγικό τους ρόλο ως πολιτικός φορέας, διολισθαίνουν στη χαμέρπεια και την ευτέλεια.
Μαζί τους συμπορεύονται και διάφοροι άλλοι∙ ορισμένοι, κατά δήλωση τους, λογοτέχνες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι∙ άλλοι, κατ’ επάγγελμα, συνήθως, πανεπιστημιακοί ή τρεφόμενοι από το δημόσιο κορβανά, οι οποίοι ασμένως υπογράφουν διάφορα καταγγελτικά κείμενα, με τα οποία αναφανδόν κατακεραυνώνουν τον κακό καπιταλισμό, το μοχθηρό σύστημα, τις αρετές της αιματοβαμμένης επανάστασης και στη συνέχεια, απολαμβάνουν τις βολές και τις ανέσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των κρατικών επιχορηγήσεων και των ιδιωτικών χορηγιών.
(Αλήθεια, πώς αισθάνονται εκείνοι οι 600 και πλέον «διανοούμενοι» που υπέγραφαν κάθε είδους κείμενα πριν το 2015 καταγγέλλοντας τα μνημόνια, την κακιά Ευρωπαϊκή Ένωση και την ανάλγητη Δύση, ενώ ταυτόχρονα υπερασπίζονταν τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες των πλατειών της «αγανάκτησης»; Για ορισμένους γνωρίζω πως ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα για την αφοσίωσή τους στο κόμμα, απολαμβάνοντας τα αγαθά της εξουσίας επί 4,5 χρόνια.
Οι υπόλοιποι απλά πιάστηκαν κορόιδα, όπως πάντα. Υπάρχουν, βέβαια, κι εκείνοι που τα βλέπουν όλα αυτά και σιωπούν. Η σιωπή μετά γνώσεως, όμως, είναι συνενοχή, χωρίς κανένα ελαφρυντικό.)
Προσπαθούν να μας πείσουν για το φωτεινό μέλλον που προδιαγράφουν ως μεροκαματιάρηδες της «αριστερής ποιητικής μελαγχολίας» και της «κινηματικής κατάθλιψης», με αφορμή υπαρκτά ή - πολλές φορές - ανύπαρκτα γεγονότα, μόνο και μόνο για να προσδώσουν μια αύρα ρομαντισμού και επαναστατικότητας στα κάτω του μετρίου έργα τους και να αναδείξουν τον πολυδιαφημισμένο «ηθικό τους πλεονέκτημα» και την ταξική τους συνείδηση.
Αναζητούν την ύπαρξη και μια θέση στο κομματικό στερέωμα και όταν τους την προσφέρουν οι «ηγέτες», οι «καθοδηγητές», οι «ταγοί», τους το ανταποδίδουν με απόλυτη αφοσίωση. Υποδουλώνουν το πνεύμα και όποιο ταλέντο διαθέτουν, προκειμένου να διασφαλίσουν ένα κοινό. Δεν γνωρίζουν οι άμοιροι πως μόλις πάψουν να είναι χρήσιμοι για τους πολιτικούς σχεδιασμούς, θα πεταχτούν σαν στυμμένες λεμονόκουπες στον σκουπιδότοπο της ιστορίας και καμία ανθολογία ή συλλογή έργων δεν θα τους περάσει στην αιωνιότητα.
Ο νέος αιώνας, έφερε και μια νέα αριστερά. Αυτή που βλέπουμε και που ακούμε. Αυτή που απευθύνεται στα πιο ποταπά και χυδαία ένστικτα του ανθρώπου, λερώνοντας μια μεγάλη και σπουδαία παράδοση, προσβάλλοντας τη μνήμη πολλών άξιων παιδιών της πατρίδας μας, καταργώντας κάθε έννοια πολιτισμού.