Ανέκαθεν ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε το χώρο της παιδείας «προνομιακό του συνομιλητή». Εδώ και δεκαετίες, λυμαίνονται το χώρο της παιδείας διάφορες εξωνημένες συντεχνίες, με συνδικαλιστικές ηγεσίες, εχθρικές προς το κοινωνικό σύνολο, οι οποίες παπαγαλίζουν εν χορώ μόνο τη λέξη «ΟΧΙ» σε κάθε προσπάθεια, έστω και κολοβής μεταρρύθμισης.
Παρακολουθώντας χθες το ενσταντανέ του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης με έναν νεαρό (μέλος της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αποδείχτηκε), όταν ο δεύτερος του είπε πως δεν έγραψε καλά στις Πανελλήνιες εξετάσεις και δεν κατάφερε να εξασφαλίσει μία θέση στα ΑΕΙ της χώρας, ο κ. Τσίπρας του ανταπάντησε: «Σ’ έκοψε η Κεραμέως».
Με άλλα λόγια, ο νεαρός δεν κατάφερε να γίνει φοιτητής όχι επειδή δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις των εξετάσεων, αλλά επειδή η υπουργός Παιδείας καθιέρωσε τη βάση εισαγωγής, προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο να γίνονται φοιτητές άνθρωποι που δεν γνωρίζουν στοιχειωδώς γραφή και ανάγνωση, δεν είναι σε θέση να λύσουν μία απλή εξίσωση με δύο ή τρεις αγνώστους, δεν μπορούν να διακρίνουν τα οξέα από τα έλαια, ενώ δυσκολεύονται ακόμη και να δείξουν πού βρίσκεται η πρωτεύουσα της χώρας στον χάρτη.
Μέσα σε τέσσερις μόλις λέξεις ο κ. Τσίπρας συνόψισε τη θεωρία και την πρακτική, στην οποία διαπρέπει εδώ και χρόνια η αριστερά στην πατρίδας μας και δεν είναι άλλη από εκείνη της ήσσονος προσπάθειας. Το είχαμε δει παλιότερα με τη Βάση των θεμάτων για τις εξετάσεις, το διαρκές αίτημα «όχι στην εντατικοποίηση των σπουδών» που ανάγεται στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 του 20ού αιώνα, αλλά και τις πάσης φύσεως αντιδράσεις απέναντι στον εμπλουτισμό και εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων με το σύνθημα «όχι στη σύνδεση σπουδών - παραγωγής».
Στόχος τους δεν είναι η βελτίωση του υπάρχοντος συστήματος, ο συντονισμός του βηματισμού του με όσα καινοτόμα γίνονται στις προηγμένες χώρες, αλλά η διαιώνιση του παρόντος, η υπεράσπιση των θυλάκων του «Βαθέως κράτους» σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, η ενίσχυση του ταξικού χαρακτήρα της, αφού από την υστέρηση και τις παλινδρομήσεις πλήττονται, κυρίως, τα παιδιά των πιο φτωχών και ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτά, όμως, η αριστερά, τα χρειάζεται αγράμματα, χωρίς γνώσεις και δεξιότητες, ώστε να εκμεταλλεύεται την αγωνία τους μπροστά στον κοινωνικό αποκλεισμό.
Κάποτε, οι εξόριστοι και φυλακισμένοι αριστεροί, οργάνωναν αλληλοδικακτικά σχολεία στους τόπους εγκλεισμού και βοηθούσαν τους αγράμματους όχι μόνο να μάθουν γράμματα, αλλά και να αποκτήσουν αξιοσέβαστα στην κοινωνία επαγγέλματα, τα οποία ασκούσαν μετά την απελευθέρωσή τους. Παράλληλα, μεταλαμπάδευαν την ιδέα της προσωπικής βελτίωσης μέσω της διαρκούς ανάγνωσης και συζήτησης. Σε ορισμένους από αυτούς, άλλωστε, οφείλουμε την εκδοτική άνοιξη της πατρίδας μας μετά το 1974. Ακόμη και το λοιδορούμενο, αδίκως, μέχρι τις μέρες μας σύνθημα «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα» σηματοδοτούσε τη μεγάλη σημασία που απέδιδε η εγχώρια αριστερά στη μόρφωση και στον διανοητικό κάματο, στην αξία των σπουδών για τη διαμόρφωση μιας υγιούς προσωπικότητας.
Ύστερα, όμως, ήρθε μια άλλη γενιά που στη θέση του πνευματικού κόπου και της μόρφωσης, πρόταξε τις βόλτες και τα περπατήματα πότε στη Γένοβα, πότε στο Παρίσι, επενδύοντας στην άγνοια και στην αμορφωσιά, γιατί έτσι θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να «περάσει» τα εύπεπτα λαϊκίστικα συνθήματά της. Η ραθυμία και η τεμπελιά, σε συνδυασμό με την παπαγαλία τσιτάτων των «μεγάλων θεωρητικών», οδήγησαν πολλούς στην επικράτεια της πνευματικής νωθρότητας, αφού γνώριζαν πολύ καλά πως για την κομματική του ανέλιξη χρειάζονται οι «κατάλληλες γνωριμίες και δίκτυα». Έτσι, πρόσφατα είδαμε τους «επιβλέποντες καθηγητές» αμφίβολης ποιότητας μεταπτυχιακών εργασιών, να ανταμείβονται με κρατικές θέσεις, όταν ο «προστατευόμενος» τους, ανέλαβε την εξουσία.
Σε μία εποχή, όταν το μεγάλο διακύβευμα είναι ο συγχρονισμός με την κοινωνία της γνώσης, προκειμένου η χώρα να μπορέσει να συμμετάσχει με καλύτερες προϋποθέσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, η ελληνική αριστερά προτάσσει το μοντέλο της φτηνής και ανεκπαίδευτης εργατικής δύναμης. Στο ισχυρό της φαντασιακό, αυτό θα είναι το νέο προλεταριάτο, μαζί με τους χαμηλής ειδίκευσης παράτυπους μετανάστες και θα αποτελέσουν την καύσιμη ύλη για το λαμπάδιασμα του άδικου καπιταλιστικού συστήματος.
Ευτυχώς, απέναντι σε αυτή την αρρωστημένη κατάσταση, η χώρα έχει αναπτύξει ισχυρά αντισώματα. Είναι οι χιλιάδες έντιμοι, εργατικοί και φιλοπρόοδοι εκπαιδευτικοί που εκπληρώνουν με γενναιότητα την αποστολή τους, στις αίθουσες και τα εργαστήρια της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι οι εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, σπουδαστές και φοιτητές που αναγνωρίζουν την αξία της γνώσης και του κάματου για την απόκτησή της. Είναι και οι γονείς που στερούνται πολλά, για την προκοπή των παιδιών τους. Όλοι αυτοί είναι η ελπίδα της χώρας και όχι ο νωθρός υποψήφιος για τον οποίο φταίνε πάντα οι άλλοι.