Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80, λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, όταν έγινε η πρώτη απόπειρα συνομιλίας ανάμεσα στην Ορθόδοξη θεολογία και την αριστερά και, τότε, προέκυψε το κίνημα των αποκαλούμενων Νεορθόδοξων, συσπειρωμένων γύρω από ένα περιοδικό.
Συμμετείχαν, επιφανείς την εποχή εκείνη εκπρόσωποι και της μίας και της άλλης πλευράς, άνθρωποι κατά τεκμήριο ανιδιοτελείς και ειλικρινείς, σε μια προσπάθεια κατανόησης του ενός από τον άλλο, έχοντας ως βασικό κοινό στοιχείο, οι μεν την ορθόδοξη, οι δε την αριστερή «εκκλησιολογία», αλλά και άλλα χαρακτηριστικά, όπως ο χιλιασμός, η σωτηριολογία, η αγιολογία, το μαρτυρολόγιο, η εσχατολογία.
Το «κίνημα» αυτό απασχόλησε για λίγα χρόνια το δημόσιο χώρο και, σταδιακά, περιέπεσε στην αφάνεια. Ήταν η εποχή της δεύτερης περιόδου λατρείας του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη, η νοσταλγία για τις κοινότητες των Ελλήνων που γράφουν ιστορία, η ορθόδοξη (και ελλιπής) ανάγνωση των Ρώσων συγγραφέων και άλλα πολλά ρομαντικά εκτός τόπου και χρόνου.
Ο σπόρος, όμως, είχε ριχτεί.
Στη θέση του, ήρθαν οι λαοσυνάξεις για το Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αργότερα για τις ταυτότητες και στη συνέχεια, ελλείψει πλέον του απόλυτου Κακού που ήταν η ΕΣΣΔ, αλλά και την ραγδαία εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης στη νέα της μορφή, για μία μερίδα του πληθυσμού, βασικός εχθρός έγινε η Δύση.
Τα υπόγεια ρεύματα του εθνολαϊκισμού στην πολιτική και του εθνοφυλετισμού στο θρησκευτικό πεδίο, βρήκαν πρόσφορη ευκαιρία για να βγουν στην επιφάνεια. Η παραδοσιακή αντιδυτική, ανορθολογική παράδοση, η οποία αναγκαστικά, λόγω του Εμφυλίου, αρχικά και του Ψυχρού πολέμου στη συνέχεια, είχε περάσει σε δεύτερο πλάνο και απασχολούσε τα μέλη των γνωστών παραεκκλησιαστικών οργανώσεων και ορισμένους, ορκισμένους εχθρούς του Διαφωτισμού.
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η άνοδος του Βλαντίμιρ Πούτιν στην εξουσία, μαζί με το αυτοκρατορικό του όραμα για μία «Αγία, Κόκκινη, Ρωσική αυτοκρατορία» ήταν το έναυσμα για να εκδηλωθούν οι αντιδυτικοί οραματισμοί πολλών, θεωρώντας πως, επιτέλους, αναδύθηκε το πολυπόθητο «αντίπαλο δέος» με το οποίο, όπως πιστεύουν, η μικρή, φτωχή, πλην τίμια Ελλάς, έχει βαθιές παραδοσιακές και πολιτικές σχέσεις, βλέποντας στην νέα - παλιά Ρωσία τον πολύτιμο σύμμαχο, για την αναβίωση του «ορθόδοξου τόξου».
Από εκεί και πέρα, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Επιφανείς θεολόγοι και κληρικοί, εκπρόσωποι του λεγόμενου αντιπατριαρχικού κλίματος, πολέμιοι του Οικουμενικού διαλόγου μεταξύ των διαφόρων ομολογιών, εχθροί της Δύσης και οπαδοί της επιστροφής στον κοινοτικό τρόπο ζωής, δηλαδή σε προνεωτερικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, άπλωσαν τα πλοκάμια τους, οριζόντια στο πολιτικό σύστημα, με ιδιαίτερη προτίμηση την άκρα Δεξιά, χωρίς όμως, να υποτιμούν και τη διείσδυση στα κόμματα εξουσίας. Είναι γνωστή η στάση πολλών επιφανών εκπροσώπων αυτού του ρεύματος απέναντι στον καλπάζοντα προς την εξουσία ΣΥΡΙΖΑ, που έφτασαν μάλιστα στο σημείο να διοργανώσουν παραμονές των εκλογών του 2015 συνέδριο με θέμα «Αριστερά και θεολογία».
Με τη δικαιολογία των μνημονίων, καλλιεργήθηκε το μίσος προς τη Δύση, άσχετα αν εκείνη ήταν που κλήθηκε να σώσει την Ελλάδα από την χρεοκοπία, ενώ ο λατρεμένος τους Πούτιν, όχι μόνο δεν βοήθησε, αλλά παρασκηνιακά ενημέρωνε τους δυτικούς ηγέτες για τα ανόητα σχέδια πολλών να προχωρήσουν στην έκδοση «δραχμής». Η περίοδος του «αντιμνημονιακού κινήματος» ήταν από τις κορυφαίες στιγμές του αντιδυτικού μετώπου, όπου σε αγαστή συνεργασία τόσο με την αριστερά, όσο και με την άκρα δεξιά, κήρυσσαν διάφορες ανεδαφικές προτάσεις, η υιοθέτηση των οποίων θα μετέτρεπε την χώρα σε Σομαλία των Βαλκανίων.
Την τελευταία εικοσαετία με αφορμή τα υπαρκτά αλλά και ανύπαρκτα προβλήματα, διαδόθηκε και μάλιστα μέσα από τις σελίδες του αστικού, συστημικού, κυριακάτικου Τύπου, μια ανασκευασμένη εκδοχή του πτωχοπροδρομισμού, του κολλυβατισμού και του αγαθαγγελισμού, όπου η Ελλάδα παρουσιάζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, περικυκλωμένη από εχθρούς που επιβουλεύονται πότε το DNA της, πότε την πίστη της στην αλήθεια της Ορθοδοξίας, πότε την αρχαία και κυρίως, τη βυζαντινή της αίγλη και πότε τους άθλους του 1821. Επικεντρώνουν την κριτική τους, οι οπαδοί αυτής της προσέγγισης στην «κακή επιρροή» της Δύσης και των ηθών που φέρνει μαζί της, ομνύουν σε μια επιστροφή στο παρελθόν και εργάζονται για την αναβίωση των παραδόσεων, οι οποίες, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στην ιστορία, όταν πια δεν εξυπηρετούν ανάγκες των ανθρώπων χάνονται.
Η πολιτική έκφραση αυτών των απόψεων, δεν περιορίζεται μόνο σε συγκεκριμένα, νεόκοπα κόμματα, αλλά επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Ενώσεις κληρικών, οργανώσεις νεολαίας παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, μονές, εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, ειδικές εκδόσεις κ.λπ. συναποτελούν τον μηχανισμό διάδοσης αυτής της εθνολαϊκιστικής και εθνοφυλετικής προσέγγισης της σύγχρονης πραγματικότητας, η οποία αφού υπέσκαψε δολίως την κοινωνία, τώρα ετοιμάζεται να επιβάλει αναχρονιστικές ιδέες στον δημόσιο διάλογο, αφού μόνο έτσι θα μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και να εξυπηρετεί τα σχέδιά της.
Τόσο η εθνολαϊκιστική εκδοχή στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, όσο και η εθνοφυλετική στο πεδίο του θρησκευτικού συναισθήματος, είναι οι δύο πλευρές ενός αναδυόμενου ολοκληρωτισμού με το μειλίχιο χαμόγελο ενός ιεροκήρυκα που πιστεύει πως αποτελεί τον εκλεκτό και τον απεσταλμένο του Θεού. Και αυτό από μόνο του είναι ύβρις.