Η οργή και το πένθος είναι δύο συναισθήματα εξαιρετικά δύσκολα στη διαχείρισή τους. Ο κάθε άνθρωπος, αντιδρά διαφορετικά απέναντι στην απώλεια και ως εκ τούτου, κατά την ταπεινή μου γνώμη, όλες οι αντιδράσεις, ακόμη και οι πιο ακραίες, είναι κατανοητές σε ανθρώπινο επίπεδο. Αυτό ισχύει ανά τους αιώνες, αυτό μας διδάσκει η μακραίωνη παράδοση μας. Αρκεί να θυμηθούμε τα λόγια της Εξόδιου ακολουθίας της χριστιανικής λατρείας, του πιο αισιόδοξου λογοτεχνικού κειμένου της παγκόσμιας λογοτεχνίας για το θάνατο, προκειμένου να πεισθούμε πως μέλημα των ζωντανών είναι ο συμβιβασμός με την απώλεια και η διαχείρισή της.
Οι εκδηλώσεις που διοργανώνονται αυτές τις ημέρες στη χώρα, σε ένδειξη πένθους για τον άδικο χαμό τόσων ανθρώπων στην μοιραία στενωπό των Τεμπών, είναι ένδειξη υγείας για την κοινωνία μας. Φανερώνει τις καλά κρυμμένες μέσα στην πάνδημη αμεριμνησία αξίες, αρχές και αρετές της συμπόνιας, της αλληλεγγύης, της ενσυναίσθησης. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, συγκεντρώνονται σε πλατείες και δρόμους, στις πόλεις ή τελούν επιμνημόσυνες δεήσεις στις εκκλησίες, για να τιμήσουν τη μνήμη των νεκρών και να ζητήσουν απαντήσεις. Αν αυτό δεν είναι υγιές, τότε τι είναι;
Οι εκδηλώσεις αυτές είναι ειρηνικές, οι άνθρωποι πηγαίνουν με τα παιδιά τους, θέλοντας να τους δείξουν το δρόμο που πρέπει να πορεύονται στη ζωή. Μεγάλο και πολύτιμο μάθημα.
Πώς γίνεται, όμως, όλες αυτές οι ευγενικές εκδηλώσεις, να καταλήγουν πάντα ή σχεδόν πάντα σε συγκρούσεις με την αστυνομία;
Εδώ, υπεισέρχεται μια λέξη, μία έννοια, ένα ολόκληρο παρακράτος, ο λεγόμενος «χώρος». Πρόκειται για άτομα του περιθωρίου, κατά δήλωσή τους αναρχικούς ή κατά το κοινώς λεγόμενο μπαχαλάκηδες. Κινούνται σε αγέλες, μαυροφορεμένοι και με καλυμμένα τα πρόσωπα, εισχωρούν στις εκδηλώσεις και προκαλούν ταραχές με σκοπό τη διάλυσή τους και τη σύγκρουση με την αστυνομία. Σχεδόν πάντα, το καταφέρνουν.
Τους αποκαλούν «γνωστούς άγνωστους», «προβοκάτορες της Ασφάλειας», σκέτο «προβοκάτορες» ή «παιδιά». Ανάλογα με την πολιτική παράταξη που επισήμως αναφέρεται σε αυτούς. Γνωστοί είναι, άγνωστοι δεν είναι. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, οι αρχές γνωρίζουν την ταυτότητά τους και κατά καιρούς τους συλλαμβάνουν.
Το θέμα μας, ωστόσο, είναι ο τρόπος με τον οποίο τα πολιτικά κόμματα αντιμετωπίζουν τα «παιδιά». Κάποια τα κατακρίνουν ευθέως και τα αποκαλούν με το όνομα τους. Κάποια άλλα, το ΚΚΕ φερ’ ειπείν τα θεωρούν «προβοκάτορες της Ασφάλειας» λες και ζούμε στη δεκαετία του 1930 και αναστήθηκε το φάντασμα του Μανιαδάκη. Υπάρχουν και άλλα, ο ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα που προσπαθεί πάντα να ταυτίσει τις ειρηνικές διαδηλώσεις με τις ταραχές που προκαλεί ο «χώρος». Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς την ανακοίνωση που έβγαλε χθες 5/3/2023 λέγοντας ότι «η κυβέρνηση έδωσε σήμερα εντολή να ρίξουν δακρυγόνα εναντίον όσων ειρηνικά διαδήλωναν στο Σύνταγμα για τη δικαίωση των νεκρών, για τη δικαιοσύνη και την αλήθεια». Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να καπελώσει τις ειρηνικές διαδηλώσεις των πολιτών με Δούρειο Ίππο τον «χώρο».
Σύμφωνα, όμως, με όσα έδειξαν οι τηλεοπτικοί δέκτες, οι ειρηνικοί διαδηλωτές δεν είχαν καμία σχέση με τα γεγονότα, τα οποία προκάλεσε ο «χώρος». Πώς και γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε αυτή την αυθαίρετη στάση και γιατί δεν καταδίκασε την προβοκατόρικη δράση του «χώρου»; Μήπως γιατί τον συνδέουν υπόγεια δίκτυα επικοινωνίας; Οι έχοντας μνήμη θα θυμούνται τις κατά καιρούς δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για πολύκροτες υποθέσεις που αφορούσαν το «χώρο» και τη συμπάθεια που δείχνουν. Μπορούν να ξεχαστούν, άραγε, οι δηλώσεις περί «ανθρωπιάς» αν και λανθασμένης, των κατά συρροή δολοφόνων της 17Ν; Την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, συνέλαβαν, όταν πια «σηκώθηκε το δίκτυ προστασίας» που είχαν απλώσει γύρω από το «χώρο» διάφοροι, άσχετα αν μετά έτρεχαν ως μάρτυρες υπεράσπισης των φονιάδων στο δικαστήριο.
Γιατί δεν βρήκε ο ΣΥΡΙΖΑ το κουράγιο να πει δυο κουβέντες, όχι παραπάνω για τη δράση του «χώρου» και την πρόκληση ταραχών στο κέντρο της Αθήνας, μα και άλλων πόλεων, κατά τη διάρκεια ειρηνικών εκδηλώσεων των πολιτών;
Το ερώτημα αυτό υπάρχει στα μυαλά των πολιτών και αναζητεί απάντηση. Μια απλή, καταδικαστική δήλωση του «χώρου». Μόνο που φοβάμαι πως θα περιμένουμε πολύ, μέχρι να σβήσει ο ήλιος…