Φαντάζομαι ότι δεν είμαι ο μόνος που παραξενεύεται από τη διαχείριση ειδήσεων, οι οποίες αφορούν κάποιες συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού. Στον παραδοσιακό και ηλεκτρονικό Τύπο, διαβάζουμε πολλές φορές πως ο/οι δράστες χαρακτηρίζονται ως ημεδαποί ή αλλοδαποί και εκεί εξαντλείται η ενημέρωση. Για να είμαστε δίκαιοι, παρόλα αυτά, θα πρέπει να πούμε πως αυτή την πληροφόρηση έχουν επισήμως από τις διωκτικές αρχές, οι οποίες εκδίδουν και τα αντίστοιχα Δελτία Τύπου.
Ευχαρίστως να δεχτώ το επιχείρημα πως η διαρκής αναφορά σε φυλετικά, εθνικά κ.λπ. χαρακτηριστικά, μπορεί να προκαλέσει αισθήματα μίσους απέναντι σε ομάδες του πληθυσμού, οι οποίες διακρίνονται τόσο για την κατά σύστημα παραβατική τους συμπεριφορά, όσο και για τη διαρκή επίκληση των ιδιαιτεροτήτων, των παραδόσεων και των εθίμων τους.
Προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα να ζει ο καθένας όπως επιλέγει ακολουθώντας ή όχι τις παραδόσεις της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν η επίκληση των ιδιαιτεροτήτων, λειτουργεί απαλλακτικά. Και αυτό γιατί προκύπτει πως υπάρχουν δύο κατηγορίες πολιτών ή αν θέλετε πολίτες διαφορετικών ταχυτήτων (δικαιωμάτων).
Το πρόβλημα επιτείνεται και παίρνει πολλές φορές μεγάλες διαστάσεις προκαλώντας ερωτηματικά στους πολίτες, όταν διάφοροι αυτόκλητοι, κατ’ επάγγελμα προστάτες αυτών των χαρακτηρισμένων ως ευάλωτων ομάδων, αναλαμβάνουν εργολαβικά όχι απλά την υπεράσπιση των διωκόμενων, άδικα, κατά τη γνώμη τους, αλλά και τον πόλεμο εναντίον κάθε ενός που θα τολμήσει στο δημόσιο χώρο να εκφράσει απορίες για τη μεταχείριση, πολλώ δε μάλλον, αν διατυπώσει αρνητική γνώμη.
Μαύρο φίδι που τον έφαγε, αφού το πρωί θα τον ξυπνούν οι δικαστικοί επιμελητές για να του επιδώσουν αρχικά εξώδικες διαμαρτυρίες και στη συνέχεια μηνυτήριες αναφορές, οι οποίες προδικάζουν μια μακρά, δαπανηρή και ψυχοφθόρα διαδικασία να αποδείξουν πως δεν είναι ελέφαντες, αλλά νομοταγείς πολίτες που απορούν για αυτές τις εξαιρέσεις.
Δεν θα ήταν άστοχο αν σημειώναμε πως κατά το πρόσφατο παρελθόν είδαμε να σέρνονται στα δικαστήρια, να ταλαιπωρούνται και τελικά να αθωώνονται διάφοροι δημόσιοι σχολιαστές, οι οποίοι επισήμαναν τη διαφωνία τους με αυτή την κατάσταση.
Κοντολογίς, δεν αρκούσε στους αυτόκλητους προστάτες η υπεράσπιση των ευάλωτων ομάδων, θέλησαν να φιμώσουν και κάθε άλλη άποψη που δεν συμφωνούσε με τη δική τους, επικαλούμενοι γενικές, αφηρημένες και νεφελώδεις διακηρύξεις. Ευτυχώς, όμως, που υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα.
Είναι ηλίου φαεινότερο πως επιχειρείται μία εκβιαστική πολιτική «συμμόρφωσης» με διάφορα «θέσφατα», τα οποία επινοούν, θεωρητικοποιούν και προσπαθούν να επιβάλουν στους υπόλοιπους αυτοί οι αυτόκλητοι Ζορό των ευάλωτων ομάδων, ξεκινώντας από την «κατάργηση λέξεων και εκφράσεων» και φτάνουν μέχρι την απαίτηση μιας νέας γλώσσας που θα συμβολίζει την κυριαρχία μειοψηφικών απόψεων επί της κοινωνίας στο σύνολο της. Ζοφερό, δεν μπορείτε να πείτε.
Τα προβλήματα της κοινωνικής συμβίωσης μεταξύ ομάδων με διαφορετικά χαρακτηριστικά, πέραν του ότι είναι κάτι φυσιολογικό κι αναμενόμενο, είναι σίγουρο πως δεν μπορούν να κρύβονται επ’ άπειρον κάτω από το χαλί, εν ονόματι κάποιας πολιτικής ορθότητας ή με την επίκληση διαφόρων ιδεολογημάτων που βολεύουν ορισμένους.
Αυτός ο υπέρμετρος ζήλος των αυτόκλητων προστατών, δημιουργεί και ένα άλλο πρόβλημα. Η συχνή επίκληση των ιδιαιτεροτήτων ως τεκμήριο για διαφορετική ποινική και δικαστική μεταχείριση, προκαλεί εντελώς αντίθετα αποτελέσματα, πράγμα που οδηγεί, ορισμένες φορές, στην επιμέτρηση αυστηρότερων ποινών, από το φόβο μην τυχόν και χαρακτηριστούν ως ενδοτικοί στις πιέσεις του γνωστού αυτού λόμπι.
Σε μία ανοιχτή κοινωνία, παρά τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζει, η ύπαρξη και μόνο αυτόκλητων σωτήρων είναι δείγμα καθυστέρησης και σημάδι αδυναμίας στην επιβολή της βασικής αρχής: υπεράνω όλων είναι ο νόμος. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίσει ως πολίτες, ενώ στην πολιτεία εναπόκειται να βρει τις ασφαλιστικές εκείνες δικλείδες ώστε η απόδοση της δικαιοσύνης να επαφίεται στους δικαστές και όχι στους αυτόκλητους, κατ’ επάγγελμα, σωτήρες.