Χαμένοι μέσα στον ορυμαγδό της ιλιγγιώδους καθημερινής δημοσιογραφίας, ελάχιστοι έδωσαν προσοχή σε δύο περιστατικά, από εκείνα που οι ειδικοί και οι εμπειρογνώμονες στη δημόσια ασφάλεια, αποκαλούν χαμηλή εγκληματικότητα ή ήπια τρομοκρατική δράση.
Το πρώτο περιστατικό έλαβε χώρα έξω από την Πανεπιστημιούπολη στου Ζωγράφου, όταν ομάδα είκοσι περίπου ατόμων, με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου πυρπόλησαν ένα τουριστικό λεωφορείο, δύο επαγγελματικά βαν και ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο.
Έτσι απλά, βγήκαν από την Πανεπιστημιούπολη, έβαλαν φωτιά κι έφυγαν, βρίσκοντας καταφύγιο στο χώρο, ο οποίος προορίζεται για τη μεταλαμπάδευση της γνώσης από τη μία γενιά στην άλλη. Προφανώς, και θεωρούν το χώρο αυτό τσιφλίκι τους, όπου μπορούν να παίζουν το αγαπημένο τους παιχνίδι του «λαϊκού εκδικητή».
Το δεύτερο περιστατικό έλαβε χώρα στη συμπαθή συνοικία των Εξαρχείων, όταν μία ομάδα αντιεξουσιαστών, αντιδρώντας στον «εξευγενισμό» (gentrification) της περιοχής, επιτέθηκαν σε ένα κατάστημα, το οποίο πουλούσε κρασιά και λουλούδια. Γνωστοί, υποθέτω στις αρχές, οι εν λόγω «λαϊκοί αγωνιστές» επέλεξαν τον εύκολο στόχο, όπως προ καιρού είχαν στοχοποιήσει ένα βιβλιοπωλείο, θέλοντας να στείλουν μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι αυτοί είναι οι άρχοντες και δεσπότες της «αυτόνομης» περιοχής με το ιδιότυπο άβατο που κρατάει με την ανοχή πολλών εδώ και δεκαετίες.
Πιθανολογώ πως οι διωκτικές αρχές, ασχολούνται με άλλες σοβαρότερες περιπτώσεις. Η άνεση με την οποία κινούνται αυτές οι ομάδες - αγέλες μέσα στην πόλη, οι καταστροφές, οι βανδαλισμοί, η βία που ασκούν στους απλούς πολίτες που νιώθουν ανασφαλείς και ανυπεράσπιστοι, πιθανόν να μην είναι ψηλά στις προτεραιότητες της ΕΛ.ΑΣ.
Ως προς την πρώτη περίπτωση, θα ήθελα κάποια στιγμή να συζητήσω με τις πρυτανικές αρχές δημόσια και να τις ρωτήσω αν νιώθουν υπερήφανες για την κατάντια αυτή, αν, βέβαια, τους έχει μείνει ένα ελάχιστο ίχνος ντροπής για τα αποτελέσματα της ανοχής και αδιαφορίας τους. Αν νομίζουν πως με αυτή την τακτική υπερασπίζονται τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση και ενισχύουν το κύριος του ελληνικού πανεπιστημίου στα μάτια της κοινωνίας, ίσως θα ήταν χρήσιμο κάποιος να τους ξυπνήσει από τον μακάριο ύπνο τους.
Το περιστατικό στα Εξάρχεια, έχει προφανώς «μεγάλη ουρά», η οποία καταλήγει στον έλεγχο της περιοχής από ομάδες αποτελούμενες από αντιεξουσιαστές και κοινούς ποινικούς. Είναι διαχρονικές οι καταγγελίες για εκβιασμούς καταστηματαρχών, για διάφορα ποσά «προστασίας» που πουλούν ανταγωνιστικές μεταξύ τους ομάδες παρανόμων.
Αν σε αυτά τα περιστατικά, προσθέσουμε τα δεκάδες άλλα που βλέπουμε καθημερινά να γίνονται ακόμη και μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, δε χρειάζεται ειδικός κόπος για να ορίσουμε το πρόβλημα της δημόσιας ασφάλειας στη χώρα, το καθεστώς της ατιμωρησίας που ενθαρρύνει τους παραβάτες και την απόγνωση των νομοταγών πολιτών.
Υπάρχει και μια άλλη πλευρά αυτής της υπόθεσης, είναι ο τεχνητός θόρυβος που προκαλούν διάφοροι περί δικαιωμάτων τυρβάζοντες πως στη χώρα γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί «ο νόμος και η τάξη», πράγμα που - κατά τη γνώμη τους - αντίκειται στις αρχές της δημοκρατικής και ευνομούμενης πολιτείας.
Ευκαιρία λοιπόν να ερωτηθούν και αυτοί οι φωνασκούντες πως φαντάζονται τη λύση αυτών των προβλημάτων και την εξάλειψη των συμμοριών που τρομοκρατούν τους πολίτες. Μήπως οργανώσουμε σεμινάρια διαχείρισης θυμού για τους «παραστρατημένους»; Θα ήταν καλύτερο να τους καλούσαμε σε οργανώσεις συμφιλίωσης με την κοινωνία προσφέροντας τσάι και κουλουράκια κανέλας; Ή μήπως θα ήταν πιο αποτελεσματικό να τους χορηγούμε voucher για ψυχαναλυτικές συνεδρίες προκειμένου να μιλήσουν για τα δύσκολα παιδικά τους χρόνια;
Φαιδρές θεωρητικολογίες, αντάξιες μίας λέσχης ατέρμονων και ατελέσφορων συζητήσεων, εκείνων που γνωρίζουν την κοινωνία μέσα από βιβλία ή τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ.
Κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορη, η πολιτεία και μόνο αυτή, μέσα στο πλαίσιο του Συντάγματος και της νομοθεσία, θα πρέπει να ασχοληθεί πολύ σοβαρά με αυτά τα φαινόμενα, αν θέλει να επαναφέρει το αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες. Στην αντίθεση περίπτωση πολλά μπορούν να συμβούν και δε θα είναι καθόλου ευχάριστα.