Η κυνική δήλωση του κ. Τσίπρα λίγα εικοσιτετράωρα πριν τις εκλογές, με την οποία, ουσιαστικά, καλούσε τα μέλη και τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής να στηρίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως το μόνο αντισυστημικό κόμμα, αλλά και η ανερυθρίαστη ομολογία της γραμματέως του κόμματος κυρίας Γεροβασίλη για το ίδιο θέμα, είναι σίγουρο πως δεν εξέπληξαν πολλούς. Ιδιαίτερα εκείνους που παρακολουθούσαν με θρησκευτική ευλάβεια τις υπόγειες σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών κομμάτων εδώ και χρόνια.
Θυμόμαστε πολύ καλά δηλώσεις σχετικά με την αντισυνταγματικότητα των συλλήψεων, την αβελτηρία στην αναζήτηση κατάλληλης αίθουσας για τη διεξαγωγή τη δίκη, την ομολογία του τότε προέδρου της Βουλής πως «δεν υπάρχουν ανεπιθύμητες ψήφοι» για την συνταγματική αναθεώρηση.
Οι δεσμοί αυτοί, σφυρηλατήθηκαν στους «αντιμνημονιακούς αγώνες» της άνω και κάτω πλατείας, όταν αυτός ο αντικοινοβουλευτικός συρφετός ήθελε, ουσιαστικά και κυριολεκτικά, να αλλάξει την ουσία του πολιτεύματος.
Και τώρα, έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, βλέποντας πως δεν πείθει το εκλογικό σώμα, στο τέλος μίας προεκλογικής εκστρατείας γεμάτης ψέματα, τοξικότητα και εχθροπάθεια, να καλέσει τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, να μετανοήσουν και, - ξεπλυμένοι από την ντροπή, - να αναβαπτιστούν σε επίλεκτα στελέχη του «δημοκρατικού τόξου».
Σκέφτομαι, χωρίς να μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να χαμογελάσω ειρωνικά, εκείνους τους 800 πρώην Ρηγάδες - μέλη της οργάνωσης νεολαίας της λεγόμενης Ανανεωτικής Αριστεράς - οι οποίοι είχαν υπογράψει κείμενο στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας πως ήρθε η ώρα να κυβερνήσει η αριστερά με «λογισμό και όνειρο».
Αναρωτιέμαι αν αυτοί οι κάποτε ρομαντικοί και ονειροπόλοι νέοι, αισθάνονται σήμερα κάποια ντροπή ή έστω αμηχανία για την υπογραφή τους, για τη σπουδή τους να στηρίξουν μία ομάδα κυνικών τυχοδιωκτών, η οποία βεβηλώνοντας τη μνήμη ανθρώπων που υπέφεραν για τα ιδανικά τους με ανιδιοτέλεια και αγνότητα, τόσο κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής της θητείας παρέα με την άκρα Δεξιά των ΑΝΕΛ, όσο και σήμερα με την απονενοημένη τους κίνηση να προσφύγουν στις ψήφους νεοναζιστικών περιτριμμάτων, εκφράζουν, έστω κάτι λίγο, από εκείνα που οι ίδιοι ως νέοι πίστεψαν.
Βέβαια, αρκετοί από τους 800, βολεύτηκαν σε κυβερνητικές θέσεις επί ΣΥΡΙΖΑ δίκην κομισαρίων, θέλοντας να υλοποιήσουν το όνειρο της νιότης τους. Απέτυχαν παταγωδώς, γι’ αυτό και στη συνέχεια, άρχισαν να επιδίδονται σε δολοφονίες χαρακτήρων μη αρεστών δημοσίων προσώπων (όπως πρόσφατα με την περίπτωση της καθηγήτριας Φιλοσοφίας κυρίας Κιντή). Άλλοι πάλι, προτιμούν να σιωπούν, αγνοώντας πως η σιωπή είναι συνενοχή, ιδίως σε τέτοια αμαρτήματα καθοσιώσεως, όπως η σύσταση επιτροπής υποδοχής των ακροδεξιών ψήφων.
Η διαρκής επίκληση κάποιων υπαρκτών ή ανύπαρκτων «τραυμάτων», ο μόνιμος μιζεραμπιλισμός και το επιτηδευμένα αφηρημένο ονειροπόλο βλέμμα, ήταν καλό και ωφέλιμο τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Έκτοτε, η κοινωνία προχώρησε, κουτσά - στραβά μπροστά, άλλαξε πολύ, βελτιώθηκε, αντιμετωπίζει άλλα προβλήματα, άλλες προκλήσεις, άλλες προσκλήσεις. Η μόνιμη και διαρκής προσκόλληση σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, είναι εκτός από κουραστική και πληκτική, ένδειξη αδυναμίας προσαρμογής στο παρόν.
Η αλήθεια είναι πως δεν περιμένω να αντιδράσουν. Ξέρω πολύ καλά πως και αυτή τη φορά θα σιωπήσουν με την επίκληση ενός «υπέρτερου αγαθού». Δικαίωμά τους. Δικαίωμά μας, επίσης, είναι να τους κρίνουμε και να τους κατατάξουμε στη χορεία των πιο ανενδοίαστων κομφορμιστών, χειρότερων και από εκείνους που οι ίδιοι, με υψωμένο το δείκτη του χεριού τους, κατακεραυνώνουν επικαλούμενοι ένα ανύπαρκτο «ηθικό πλεονέκτημα» και κάποιους αγώνες που άλλοι έδωσαν.
Το μόνο σίγουρο είναι πως μετρήθηκαν, ζυγίστηκαν και βρέθηκαν ελλιπείς στην ακριβοδίκαιη ζυγαριά της ιστορίας. Τώρα, μπορούν πια άνετα, να κλαίνε πάνω από την κατσαρόλα με το καμένο γάλα.
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει
τη δική σου μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.
Διονύσης Σαββόπουλος