Ομολογώ πως στεναχωρήθηκα διαβάζοντας το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Απογοητεύτηκα και στεναχωρήθηκα γιατί ενώ περίμενα μία, τουλάχιστον έκπληξη, διαπίστωσα, δυστυχώς, πως πρόκειται για μία διασκευή του περιλάλητου «προγράμματος Θεσσαλονίκης», προσαρμοσμένης βιαστικά στις ανάγκες της προπαγάνδας.
Αν σε κάτι ήταν καλός ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τώρα, ήταν τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας, με γενναίες δόσεις σκηνών φρίκης σε μετά-αποκαλυπτικό περιβάλλον.
Άκουσα για άλλη μία φορά τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να υπόσχεται σε όλους τα πάντα, να διαγράφει χρέη, να χαρίζει οικόπεδα, να υπόσχεται κρατικοποιήσεις δημόσιων οργανισμών και εταιρειών κοινής ωφέλειας, να καταργεί διάφορους, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, πετυχημένους θεσμούς και, τέλος, να διαγράφει ένα φωτεινό μέλλον υπό τη σοφή του καθοδήγηση.
Θα μου πει κανείς: προεκλογική περίοδο διανύουμε, ο καθένας υπόσχεται ότι θέλει. Το θέμα είναι πως στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό, συνελόντι ειπείν, το ταμείο γίνεται στην ημέρα των εκλογών.
Το πρόβλημα με το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η κυριαρχία της βουλησιοκρατίας επί της πραγματικότητας. Στο κόμμα αυτό, εξακολουθούν να πιστεύουν πως αρκούν οι αποφάσεις ενός ανώτατου πολιτικού οργάνου για να τεθεί σε λειτουργία η πολύπλοκη μηχανή της οικονομίας ή να διευθετηθούν κοινωνικές εντάσεις. Ζηλωτές μιας μεταφυσικής πίστης, η οποία έχει κατ’ επανάληψη διαψευστεί στην ιστορία, αδυνατούν να αντιμετωπίσουν ρεαλιστικά την πραγματικότητα. Θεωρούν πως αν αυτή η έρμη πραγματικότητα δεν συμφωνεί με την ιδέα που έχουν αυτοί στο μυαλό τους γι’ αυτή, τότε τόσο το χειρότερο για την ίδια.
Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να βρει στοιχειωδώς ρεαλιστικές προτάσεις, πάντα συγκρούεται με το τείχος του κομματικού ντετερμινισμού, όπου συμβαίνει και το διαζύγιο με τη λογική.
Αν και διατείνονται πως είναι κληρονόμοι της μεγάλης παράδοσης του Διαφωτισμού (στη ροβεσπεριανή πάντα εκδοχή του), αγνοούν επιδεικτικά τη σχέση της αιτίας και του αποτελέσματος. Έτσι, χωρίς καν να κοκκινίζουν από ντροπή, υπόσχονται πράγματα τα οποία είτε δεν γίνονται, είτε για να πραγματοποιηθούν θα πρέπει να δαπανηθούν τεράστια ποσά, τα οποία η χώρα δεν διαθέτει. Βέβαια, με τα λόγια χτίζεις ανώγια και κατώγια, μα όταν έρθει η ώρα να το κάνεις, θα πρέπει να διαθέτεις τα κατάλληλα εργαλεία, τους αναγκαίους πόρους (υλικά) και κυρίως να ξέρεις τη δουλειά.
Απ’ ότι φαίνεται, τα τέσσερα και πλέον χρόνια που κυβέρνησε ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ, δεν ήταν επαρκής χρόνος μαθητείας στην διακυβέρνηση αλλά και στην ίδια την πραγματικότητα.
Οι εκ των υστέρων δικαιολογίες, «ήμασταν ρομαντικοί» ή «αλλιώς τα περιμέναμε, αλλιώς τα βρήκαμε», όχι μόνο δεν πείθουν κανένα, αλλά ενισχύουν τις επιφυλάξεις και τις αμφιβολίες.
Τα χρόνια που πέρασαν στην αντιπολίτευση, αποδείχτηκαν εξίσου άγονα κι αναποτελεσματικά. Αντί να επιδοθούν σε μια σχολαστική ανάλυση των αιτιών της τετραπλής ήττας το 2019, συνέχισαν να πολιτεύονται με θυσίες στη βασική θεά του Πανθέου του, την Άρνηση, είτε αφορούσε την μεταναστευτική κρίση του 2020, είτε την πανδημία, είτε τα εξοπλιστικά προγράμματα θωράκισης της αμυντικής ικανότητας της χώρας, είτε τον σταθερό γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Παρουσιάζοντας το πρόγραμμα του ο ΣΥΡΙΖΑ, μας έδειξε κάτι που ξέραμε. Από το αλησμόνητο κι αξεπέραστο «θα καταργήσω τα μνημόνια με ένα νόμο κι ένα άρθρο», φτάσαμε στο ένα «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης 2.0», η εφαρμογή του οποίου απειλεί με διολίσθηση της χώρας σε ένα ζοφερό παρελθόν. Πώς, όμως, μπορείς να πείσεις ότι ενδιαφέρεσαι για το μέλλον, όταν η κεντρική πολιτική σου πρόταση είναι ένα φάντασμα από τον εφιάλτη του παρελθόντος;
Η ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται πως ζει σε μια διαρκή και μόνιμη «ημέρα της Μαρμότας». Αδυνατεί να ξεφύγει από ένα φαύλο που ο ίδιος δημιούργησε και εγκλωβίστηκε σε αυτόν. Κάνει τα πάντα, προκειμένου να επιβεβαιώσει τη γνωστή φράση του Όττο φον Μπίσμαρκ «Οι άνθρωποι ποτέ δεν λένε τόσα ψέματα, όσα μετά το κυνήγι, στη διάρκεια του πολέμου και πριν τις εκλογές.