Δύο χρόνια μετά την αναβίωση του καθεστώτος τους εν μέσω της χαοτικής απόσυρσης των Ηνωμένων Πολιτειών, οι Ταλιμπάν έχουν πλέον εδραιωθεί πλήρως στο Αφγανιστάν και είναι οι γυναίκες και τα κορίτσια που καταβάλλουν το υψηλότερο τίμημα της επανόδου τους στην εξουσία. Με «έμφυλο απαρτχάιντ» ισοδυναμεί πλέον η κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων τους από ένα ισλαμιστικό κίνημα που κυβερνά χωρίς αντίπαλο, ενόσω η διεθνής κοινότητα παραμένει αναποφάσιστη εάν θα έπρεπε και σε ποιο βαθμό να έλθει σε συνδιαλλαγή με εκείνους που κυβέρνησαν τη χώρα στα πιο σκοτεινά χρόνια της, και σήμερα έχουν επανέλθει.
Το Αφγανιστάν είναι η μοναδική χώρα παγκοσμίως όπου απαγορεύεται η πρόσβαση των κοριτσιών και των γυναικών στην εκπαίδευση. «Μία ολόκληρη γενιά κινδυνεύει να χαθεί, καθώς οι μορφωμένες γυναίκες είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη. Το Αφγανιστάν -ή οποιαδήποτε άλλη χώρα- δεν μπορεί να προοδεύσει εάν ο μισός πληθυσμός του δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση και να συμμετέχει στη δημόσια ζωή», προειδοποιεί η Unesco.
Για τους Ταλιμπάν, τα περί εκπαίδευσης και δημόσιας ζωής είναι κενό γράμμα. Αντίθετα η ασφυξία των γυναικών πίσω από τη χιτζάμπ και κλειστές πόρτες, διαφημίζεται ως… «απελευθέρωση. Όπως κενό γράμμα ήταν και οι υποσχέσεις που θεωρητικά έδιναν όσον αφορά την αντιμετώπιση των γυναικών όταν επανέκαμπταν και αξίωναν, και ακόμη αξιώνουν, επίσημη αναγνώριση -που δεν έχει έλθει από καμία χώρα και ούτε προβλέπεται.
Ο ανώτατος ηγέτης των Ταλιμπάν, Χαϊμπατουλάχ Αχουντζάντα, που σπάνια εμφανίζεται δημόσια και εκδίδει διατάγματα από το προπύργιό του στην Κανταχάρ, διακήρυττε τον περασμένο μήνα ότι οι Αφγανές έχουν σωθεί από την «παραδοσιακή καταπίεση» και έχει αποκατασταθεί η θέση τους ως «ελεύθερα και αξιοπρεπή ανθρώπινα όντα». Η κατά τους Ταλιμπάν εκδοχή της Σαρία δεν αφήνει χώρο για οτιδήποτε μπορεί να εκληφθεί ως ξένης ή κοσμικής προέλευσης, όπως να εργάζονται ή να σπουδάζουν οι γυναίκες. Είναι αυτό που τους καθοδήγησε στα τέλη του 1990, όταν πρωτοανήλθαν την εξουσία, και αυτό που τους καθοδηγεί και σήμερα.
Μετά τη λήξη της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ πέντε εκατομμύρια Αφγανοί εγκατέλειψαν τη χώρα και πάνω από τρία εκατομμύρια εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της, βάσει της επικαιροποιημένης έκθεσης της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNCHR) που δημοσιοποιήθηκε τον Ιούλιο. Η ανθρωπιστική κρίση βρίσκεται σε πρωτοφανή επίπεδα, με περισσότερους από 18 εκατομμύρια ανθρώπους, λίγο λιγότερο από το ήμισυ του πληθυσμού, να αντιμετωπίζουν οξεία επισιτιστική ανασφάλεια. Ο εκφοβισμός των πάντων είναι καθημερινή πρακτική των Ταλιμπάν. Σχεδόν 4.000 εισαγγελείς και νομικοί ζουν υπό καθεστώς τρόμου, ενώ τουλάχιστον 28 είναι οι εισαγγελείς και μέλη των οικογενειών τους που φέρονται να έχουν δολοφονηθεί.
Το βαθύτερο σκοτάδι έχει τυλίξει όμως τις γυναίκες και τα κορίτσια. Στο δεύτερο έτος της επανόδου Ταλιμπάν στην εξουσία εκείνες ήταν ο κεντρικός στόχος.
Η αρχή είχε γίνει με την υποχρεωτική επαναφορά της χιτζάμπ, αλλά είναι το τελευταίο έτος κατά το οποίο εξοβελίστηκαν από την εκπαίδευση, την εργασία και κάθε έκφανση κοινωνικής ζωής. Μετά το δημοτικό, τα κορίτσια δεν πηγαίνουν πια στο σχολείο. Απαγορεύθηκε στις γυναίκες η είσοδος σε πάρκα, δημόσιους χώρους αναψυχής, γυμναστήρια, ακόμη και η εργασία σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και προγράμματα των Ηνωμένων Εθνών, στα οποία η συνεισφορά τους ήταν πολύτιμη.
Ακολούθησε το κλείσιμο κομμωτηρίων και ινστιτούτων αισθητικής. Στις γυναίκες που βγήκαν με τόλμη στους δρόμους να διαδηλώσουν, οι Ταλιμπάν απάντησαν με κανόνια νερού και πυροβολισμούς στον αέρα.
Κατά το υπουργείο Προώθησης της Αρετής και Πρόληψης των Ηθών τα κομμωτήρια και ινστιτούτα αισθητικής έκλεισαν υπό το σκεπτικό ότι είναι «υπερβολικά» τα ποσά που δαπανώνται και προκαλούν δυσκολίες στις φτωχές οικογένειες, καθώς και ότι ορισμένες θεραπείες δεν συνάδουν με τις ισλαμικές επιταγές. Το υπερβολικό μακιγιάζ θα εμπόδιζε τις γυναίκες να κάνουν τις κατάλληλες πλύσεις για την προσευχή, ενώ οι βαφές μαλλιών ή οι προεκτάσεις βλεφαρίδων αντιβαίνουν στην υποχρέωση της «σεμνότητας».
Τα ινστιτούτα αισθητικής παρέμειναν κλειστά στη χώρα μεταξύ 1996 και 2001, όταν οι Ταλιμπάν ήταν στην εξουσία. Στη συνέχεια είχαν πολλαπλασιαστεί στην Καμπούλ και σε άλλες πόλεις κατά τα 20 χρόνια που οι δυνάμεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ κατείχαν ουσιαστικά τη χώρα. Μετά την επιστροφή των Ταλιμπάν, το 2021, παρέμειναν ανοιχτά αλλά τα παράθυρα είχαν καλυφθεί και οι εικόνες των γυναικών έξω από τα καταστήματα είχαν ζωγραφιστεί για να μην φαίνονται τα πρόσωπά τους. Ώσπου έκλεισαν εντελώς.
Ο σεβασμός των δικαιωμάτων των γυναικών είχε τεθεί ως όρος από τη διεθνή κοινότητα στις διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν για την επανέναρξη της αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας.
Ωστόσο, έκθεση του ειδικού εισηγητή για το Αφγανιστάν στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ επιβεβαιώνει ότι οι συνθήκες για τις γυναίκες και τα κορίτσια στη χώρα έχουν αντίθετα καταστεί από τις χειρότερες παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Μπένετ, «οι σοβαρές, συστηματικές και θεσμοθετημένες διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και των κοριτσιών βρίσκονται στο επίκεντρο της ιδεολογίας και της διακυβέρνησης των Ταλιμπάν», και φθάνουν να αναλογούν σε «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» και «έμφυλο απαρτχάιντ». Αρκετές κυβερνήσεις στην περιοχή, από την Τουρκία έως τη Σαουδική Αραβία, έχουν χαρακτηρίσει τους περιορισμούς που επιβάλλονται στις γυναίκες ως «ασύμβατους με τη θρησκεία και τις αρχές του Ισλάμ».
Η διεθνής κοινότητα δείχνει να παραμένει αναποφάσιστη ως προς το πώς πρέπει να κινηθεί έναντι των Ταλιμπάν, οι οποίοι μέρα με την ημέρα σβήνουν κάθε ελπίδα των Αφγανών για το μέλλον. Κάποιοι προκρίνουν ότι εάν υπάρξει συζήτηση θα βοηθήσει να φέρει κάποια αλλαγή, άλλοι επιμένουν ότι οι Ταλιμπάν δεν θα αλλάξουν ποτέ συνεπώς δεν βλέπουν το νόημα. Και στο μεταξύ το σκοτάδι γίνεται όλο και πιο πυκνό και βαθύ.
Όταν οι αμερικανικές δυνάμεις αποχωρούσαν εν μέσω συνθηκών ολοκληρωτικού χάους -σε ένα από τα πιο μελανά κεφάλαια της προεδρίας Μπάιντεν- αξιωματούχοι του Πενταγώνου πίστευαν πως οι Ταλιμπάν θα χρειάζονταν τουλάχιστον 90 ημέρες για να φθάσουν στην πρωτεύουσα. Η Καμπούλ έπεσε αντίθετα μόλις σε δέκα ημέρες την 15η Αυγούστου 2021 έπειτα από μία ταχύτατη προέλαση. Ήταν (ακόμα) μια κολοσσιαία εσφαλμένη εκτίμηση των υπηρεσιών πληροφοριών για να ακολουθήσουν όσα ακολούθησαν.
Την 30ή Αυγούστου 2021 έφυγαν και τα τελευταία αμερικανικά στρατεύματα. Είχαν συμπληρωθεί σχεδόν δύο δεκαετίες πολέμου κατόπιν της 11ης Σεπτεμβρίου 2021 -του μακροβιότερου πολέμου στον οποίο έχουν εμπλακεί οι Ηνωμένες Πολιτείες- όταν με απόφαση του προέδρου Τζο Μπάιντεν, σε συνέχεια των βημάτων Τράμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδεσμεύτηκαν από μία στρατιωτική επιχείρηση που κόστισε τη ζωή 6.000 στρατιωτών, 100.000 Αφγανών και σχεδόν 2 τρισεκατομμύρια δολάρια από τον προϋπολογισμό των ΗΠΑ.