Το καλοκαίρι του 2022, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ κατάργησε το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση μετά από σχεδόν 50 έτη και αποφάνθηκε ότι δεν υφίσταται το ατομικό δικαίωμα στις αποφάσεις αναπαραγωγής.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι πολιτειακές κυβερνήσεις έχουν το δικαίωμα να περιορίσουν ή και να απαγορέψουν τις αμβλώσεις. Ένα χρόνο μετά την απόφαση του δικαστηρίου και ενώ 60% των Αμερικανών εξακολουθούν να πιστεύουν ότι οι αμβλώσεις θα πρέπει να επιτρέπονται, 24 από τις 50 πολιτείες είτε τις έχουν απαγορεύσει, είτε ετοιμάζονται να περάσουν απαγορευτικούς νόμους.
Εκείνο που ενώνει τις πολιτείες αυτές είναι ότι βρίσκονται στο Νότο ή στα μεσοδυτικά της χώρας και κυβερνούνται από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα.
Τι επιπτώσεις ενδέχεται να έχει αυτή η αλλαγή για τις Αμερικανίδες αλλά και για τους γιατρούς που ευθύνονται για την υγεία τους; Το 2020, 600 με 900 χιλιάδες γυναίκες στις ΗΠΑ έκαναν άμβλωση. Οι περισσότερες (57%) ήταν γυναίκες μεταξύ 20 και 29 ετών, και το 61% ήδη είχαν άλλα παιδιά.
Σχεδόν 8 στις 10 αμβλώσεις γίνονται στις πρώτες 10 βδομάδες της κύησης. Το 53% των αμβλώσεων γίνεται φαρμακευτικά και όχι χειρουργικα. Τα σχετικά φάρμακα κυκλοφορούν με άδεια του Αμερικανικού οργανισμού φαρμάκων (FDA) εδώ και 20 χρόνια.
Η απαγόρευση των χειρουργικών αμβλώσεων, οι προσπάθειες απαγόρευσης των φαρμακευτικών αμβλώσεων και τα σχέδια – σε ορισμένες πολιτείες– να περιορίσουν τη δυνατότητα των εγκύων γυναικών να προβούν σε άμβλωση σε μια από τις πολιτείες που έχουν κατοχυρώσει το σχετικό δικαίωμα, έχει ήδη επιπτώσεις.
Ακούμε συχνά για περιπτώσεις γυναικών με έκτοπη κύηση που κινδύνευσαν να πεθάνουν, διότι οι γιατροί φοβούνται ότι θα καταλήξουν στον εισαγγελέα. Το ποσοστό μητρικής θνησιμότητας στις ΗΠΑ είναι από τα υψηλότερα στις χώρες της Δύσης. Το 2020, 21 γυναίκες πέθαναν στη γέννα (σε 100.000 γέννες). Στην Ελλάδα έχουμε 8 θανάτους ανά 100.000 γέννες. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι το ποσοστό μητρικής θνησιμότητας θα αυξηθεί σημαντικά ως αποτέλεσμα του νέου καθεστώτος.
Οι επιπτώσεις της απαγόρευσης εκτείνονται και στην οικονομία. Μελέτες δείχνουν ότι γυναίκες που κατέφυγαν στην άμβλωση επιτυχώς είχαν καλύτερη ψυχική υγεία και οικονομική κατάσταση από εκείνες που συνάντησαν εμπόδια και δεν κατάφεραν να προβούν τελικά σε αυτή. Πολλές γυναίκες είναι ήδη μητέρες, κάποιες χωρίς σύντροφο ή σε ασταθείς σχέσεις, και ένα επιπλέον παιδί αποτελεί μεγάλη ψυχολογική και οικονομική επιβάρυνση. Δυστυχώς, η πλειοψηφία των πολιτειών που έχουν επιβάλλει απαγορεύσεις στις αμβλώσεις παρέχουν περιορισμένη ιατρική και κοινωνική βοήθεια στις εγκύους χωρίς ιατροφαρμακευτική ασφάλιση.
Πολλοί αναρωτιούνται: Πώς είναι δυνατόν η χώρα του φιλελευθερισμού, η χώρα που κατέγραψε τα ατομικά δικαιώματα στο Σύνταγμά της το 1789, να επιβάλει τέτοιους επιβλαβείς περιορισμούς στα δικαιώματα των γυναικών εν έτη 2023; Η εξήγηση βρίσκεται στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1970, την πολιτικοποίηση και κομματικοποίηση των Ευαγγελικών (και εν μέρει των συντηρητικών Καθολικών) και στον ισχυρό ρόλο που έχει παίξει η οργάνωση «Federalist Society» στην επιμόρφωση και επιλογή ομοσπονδιακών δικαστών.
Το Δημοκρατικό κόμμα του Λύντον Τζόνσον υλοποίησε ένα μεγάλο κομμάτι της προοδευτικής ατζέντας της δεκαετίας του 1960. Οι Δημοκρατικοί έφεραν τεράστιες πολιτικές αλλαγές με νόμους που προστάτευαν τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων και των γυναικών αλλά και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι συντηρητικοί λευκοί στο Νότο που μέχρι το 1964 ψήφιζαν το Δημοκρατικό κόμμα, άρχισαν να προσχωρούν στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα.
Η προσχώρηση συντηρητικών πληθυσμών στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την πολιτικοποίηση διαφόρων ομάδων. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980, οι Ευαγγελικοί και Φονταμενταλιστές δεν είχαν αποκρυσταλλωμένη πολιτική ταυτότητα και το θέμα των αμβλώσεων δεν ήταν κεντρικός άξονας του πολιτικού τους ακτιβισμού. Αλλά μια νέα γενιά συντηρητικών θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών σύντομα αντιλήφθηκαν ότι οι αμβλώσεις θα μπορούσαν να γίνουν βάση για την πολιτικοποίηση της ευρύτερης συντηρητικής Χριστιανικής κοινότητας. Η δημιουργία δημοφιλών τηλεοπτικών καναλιών από τις εκκλησίες διευκόλυνε τον πολιτικό προσηλυτισμό της κοινότητας αυτής. Μέσα σε τρεις δεκαετίες, οι λευκοί συντηρητικοί Χριστιανοί έγιναν η εκλογική βάση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Το 1982, φιλελεύθεροι και συντηρητικοί αστικοί παράγοντες σε πολιτικούς και νομικούς κύκλους ίδρυσαν τη «Federalist Society», μια ένωση με σκοπό τη διάδοση σε νομικούς και δικαστές ακραίων απόψεων για την ερμηνεία του Συντάγματος των ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα, η ένωση προωθεί την άποψη ότι το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται με βάση όχι τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά τις ιστορικές πηγές και τις απόψεις των ιδρυτών του κράτους. Κατά την προεδρία του Τζορτζ Μπους και του Ντόναλντ Τραμπ, η «Federalist Society» συνεργάστηκε με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα στην επιλογή συντηρητικών δικαστών για θέσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο και στα εφετεία. Το βασικό κριτήριο επιλογής ήταν οι δικαστές να ακολουθούν τις θεωρίες ερμηνείας του Συντάγματος που προωθεί η οργάνωση. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Τραμπ διόρισε 234 δικαστές συμπεριλαμβανομένων και τριών του Ανώτατου Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι συντηρητικοί δικαστές έχουν μια πλειοψηφία 6-3.
Η απόφαση Ντομπς που εκδόθηκε το καλοκαίρι του 2022, βασίζεται στις μεθόδους ανάλυσης της «Federalist Society». Σύμφωνα με το Δικαστήριο, το δικαίωμα στην άμβλωση δεν αναφέρεται στο Σύνταγμα, ούτε και το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα στο οποίο είχε βασιστεί η απόφαση του 1973. Άγραφα δικαιώματα υπάρχουν, αλλά για να χαίρουν αναγνώρισης θα πρέπει να είναι ριζωμένα στην πολιτική και νομική παράδοση της χώρας. Επειδή η χώρα απαγόρευε τις αμβλώσεις από το 19ο αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1960, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι γυναίκες παύουν να έχουν δικαίωμα στην ιδιωτικότητα.
Πολλοί αναλυτές φοβούνται ότι η λογική του Δικαστηρίου έχει ανοίξει το κουτί της Πανδώρας. Στη δεκαετία του 1960 και 1970, το Ανώτατο Δικαστήριο βάσισε πολύ σημαντικές αποφάσεις στο δικαίωμα της ιδιωτικότητας. Το 1965, το δικαίωμα αυτό έδωσε στους Αμερικανούς το δικαίωμα στην αντισύλληψη οι συντηρητικοί Χριστιανοί θέλουν να καταρρίψουν και αυτό.
Παράλληλα, νομικές οργανώσεις που στηρίζονται από συντηρητικούς Χριστιανούς προσπαθούν να αποκλείσουν την πρόσβαση των γυναικών στη φαρμακευτική άμβλωση. Η φαρμακευτική αγωγή κυκλοφορεί στην αγορά εδώ και 20 χρόνια, αλλά οι οργανώσεις αυτές βρήκαν κάποια παρατυπία στη διαδικασία έγκρισης του φαρμάκου και ζητούν από τις δικαστικές αρχές να επιβάλλουν την απόσυρση του προϊόντος από την αγορά ωσότου να ξαναγίνουν κλινικές μελέτες για να πιστοποιηθεί η ασφάλεια του.
Ο εφέτης που έχει αναλάβει την υπόθεση έχει διοριστεί από τον Τραμπ και θεωρείται από τους πιο συντηρητικούς δικαστές στη χώρα. Ο εφέτης Κατζμέρικ εξέδωσε απόφαση να απαγορευτεί η κυκλοφορία του φαρμάκου μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση του Κατζμέρικ, αλλά οι άνεμοι είναι «δυσοίωνοι». Αν το δικαστήριο ανατρέψει την άδεια κυκλοφορίας του φαρμάκου, αυτό θα έχει επιπτώσεις όχι μόνο στις πολιτείες που έχουν επιβάλει απαγορεύσεις, αλλά και στα μέρη που η άμβλωση εξακολουθεί να συμβαίνει. Αντί για φαρμακευτική άμβλωση, οι γυναίκες θα πρέπει να καταφεύγουν σε επέμβαση που ενέχει μεγαλύτερους κινδύνους και κόστος.
Ο πολιτικός χρόνος είναι αργός. Πολιτικές διαδικασίες και κινήσεις που ξεκίνησαν πριν μισό αιώνα δρέπουν καρπούς σήμερα, βάζοντας τη χώρα σε μια συντηρητική τροχιά που έχει περισσότερα κοινά με τις φονταμενταλιστικές κοινωνίες της Μέσης Ανατολής παρά με τη σύγχρονη Ευρώπη. Και τα θύματα θα είναι νέες γυναίκες και μητέρες που κινδυνεύουν να χάσουν τη ζωή τους στον άμβωνα του ακραίου, ριζοσπαστικού συντηρητισμού του σύγχρονου Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
* Η Αλεξάνδρα Φιλίνδρα είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών και Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις.