Ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν, άλλοτε πιλότος μαχητικού κι αιχμάλωτος πολέμου στο Βιετνάμ, υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο το 2008, μια συχνά αντισυμβατική μορφή της αμερικανικής πολιτικής κονίστρας, απεβίωσε το Σάββατο σε ηλικία 81 ετών, εξαιτίας καρκίνου στον εγκέφαλο.
Το πολιτικό γραφείο του ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή γνωστοποίησε το βράδυ του Σαββάτου ότι απεβίωσε το απόγευμα, έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του Σίντι και άλλα μέλη της οικογένειάς του.
«Μέχρι τον θάνατό του, υπηρέτησε πιστά τις ΗΠΑ επί εξήντα χρόνια», ανέφερε το γραφείο του στην ανακοίνωση που δημοσιοποίησε.
Ο Μακέιν υποβαλλόταν από τον Ιούλιο του 2017 σε θεραπεία για γλοιοβλάστωμα, μια εξαιρετικά επιθετική μορφή καρκίνου με ισχνές πιθανότητες επιβίωσης. Η οικογένειά του ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι αποφάσισε να διακόψει την θεραπεία του, καθώς ο καρκίνος κάλπαζε. Πέθανε μία ημέρα μετά.
Αμέσως άρχισαν να συρρέουν συλλυπητήρια μηνύματα για τον Μακέιν, εμβληματική μορφή των ρεπουμπλικάνων, μέλος της γερουσίας για πάνω από τρεις δεκαετίες, που μπορεί να συγκρούστηκε με πολλούς και να δυσαρέστησε άλλους τόσους, συμπεριλαμβανομένων συχνά μελών της δικής του πολιτικής οικογένειας, αλλά χωρίς κανείς ποτέ να διανοηθεί να αμφισβητήσει τον πατριωτισμό του.
«Ο Τζον και εγώ ανήκαμε σε διαφορετικές γενιές, προερχόμαστε από τελείως διαφορετικά υπόβαθρα, κι αναμετρηθήκαμε στο υψηλότερο επίπεδο της πολιτικής», ανέφερε ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος τον κέρδισε στις προεδρικές εκλογές του 2008.
«Όμως μοιραζόμασταν, παρ'' όλες τις διαφορές μας, την πίστη σε κάτι υψηλότερο: τα ιδεώδη για τα οποία γενεές Αμερικανών και μεταναστών έδωσαν αγώνες, έδωσαν μάχες, θυσιάστηκαν», συμπλήρωσε.
Ο Τσακ Σούμερ, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των δημοκρατικών στη Γερουσία, πρότεινε να μετονομαστεί το κτίριο όπου είχε το γραφείο του ο εκλιπών σε κτίριο Τζον Μακέιν.
Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, που είχε συγκρουστεί σφοδρά με τον γερουσιαστή Μακέιν, απηύθυνε μέσω Twitter ένα σύντομο μήνυμα συλλυπητηρίων, χωρίς ούτε μια λέξη για την καριέρα ή τη ζωή του ανδρός.
«Τα πιο βαθιά μου συλλυπητήρια και τον σεβασμό μου στην οικογένεια του γερουσιαστή Τζον Μακέιν. Οι καρδιές μας και οι προσευχές μας είναι μαζί σας!», έγραψε ο Τραμπ στον λογαριασμό του στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης Twitter.
Αντίθετα, οι περισσότεροι από τους κοινοβουλευτικούς και πρώην προέδρους των ΗΠΑ έδωσαν στη δημοσιότητα ανακοινώσεις μέσα σε μερικά λεπτά από τη μετάδοση της είδησης για τον θάνατό του, με τον ρεπουμπλικάνο πρώην πρόεδρο Τζορτζ Ου. Μπους να αποτίει φόρο τιμής σε έναν «άνδρα με βαθιές πεποιθήσεις», έναν «πατριώτη ύψιστης τάξεως».
Ο δημοκρατικός πρώην πρόεδρος Μπιλ Κλίντον απέτισε κι αυτός φόρο τιμής στον Μακέιν, υπογραμμίζοντας ότι δεν δίσταζε να αψηφήσει την κομματική γραμμή αν έκρινε πως ήταν για το καλό της χώρας. Ο άλλοτε αντιπρόεδρός του Κλίντον, ο Αλ Γκορ, κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος: «Πάντοτε θαύμαζα και σεβόμουν τον Τζον», διότι πάντοτε εργαζόταν για «να βρεθεί πεδίο συνεννόησης, όσο δύσκολο κι αν ήταν», ανέφερε.
Για τον ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή Λίντσεϊ Γκρέιαμ, «η Αμερική και η Ελευθερία έχασαν έναν από τους μεγαλύτερους υπερασπιστές τους».
Η κόρη του βετεράνου, η Μέγκαν Μακέιν, ανέφερε μέσω Twitter ότι έμεινε στο πλευρό του πατέρα της ως το τέλος.
Ο Μακέιν υποβαλλόταν σε θεραπεία στην Πολιτεία του, την Αριζόνα, όπου πολλοί φίλοι και συνάδελφοί του πήγαιναν για να τον δουν εδώ και μήνες, ουσιαστικά για να τον αποχαιρετίσουν, καθώς οι πάντες είχαν πλέον πλήρη συνείδηση του πόσο κοντά βρισκόταν στο τέλος.
Παρά τη θεραπεία του και την απουσία του από το Καπιτώλιο πλέον από τον Δεκέμβριο, παρέμενε σχετικά ενεργός πολιτικά. Το καλοκαίρι του 2017, αψήφησε τον πρόεδρο Τραμπ —για τους τρόπους και τις ιδέες του οποίου ο Μακέιν ουδέποτε έκρυψε την περιφρόνησή του— και καταψήφισε τη μεταρρύθμιση του Obamacare, του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων και υγείας της προηγούμενης κυβέρνησης.
Ο Μακέιν επέκρινε ανοιχτά τον Τραμπ, χαρακτηρίζοντάς τον «κακά πληροφορημένο» και «παρορμητικό», ενώ στα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν τον Μάιο του 2018, κατήγγειλε και αυτός τη «συμπάθεια» του νεοϋορκέζου μεγιστάνα για τον Βλαντίμιρ Πούτιν, τον ρώσο πρόεδρο εναντίον του οποίου ο Μακέιν έδινε μάχες από τη Γερουσία.
Στον Μακέιν άλλωστε είχαν επιβληθεί από τη Ρωσία αντίποινα για τις αμερικανικές κυρώσεις, για την επιβολή των οποίων είχε πρωτοστατήσει, κάτι που ανέφερε συχνά ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής εμφανώς υπερήφανος γι'' αυτό.
Ο Τζον Μακέιν, γιος και εγγονός ναυάρχων, ήταν τα χρόνια της νιότης του πιλότος καταδιωκτικού του ναυτικού, και συμμετείχε στον πόλεμο του Βιετνάμ, όπου το αεροπλάνο του καταρρίφθηκε, ο ίδιος τραυματίστηκε και αιχμαλωτίστηκε για πέντε χρόνια.
Έλεγε ότι είχε βασανιστεί από τους δεσμώτες του και έγινε κατά τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας μια από τις φωνές που εναντιώνονταν στα βασανιστήρια, καταγγέλλοντας ιδίως τις πρακτικές της CIA, τις ανακρίσεις με τις «προχωρημένες τεχνικές» κατά τη διάρκεια του λεγόμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, επί των ημερών του Τζορτζ Ου. Μπους.
Ο Μακέιν καλλιέργησε για χρόνια την εικόνα ενός ανεξάρτητου νου που μίλαγε με ειλικρίνεια και δεν τηρούσε άκριτα την κομματική γραμμή. Αλλά απέτυχε το 2000 να κερδίσει στην εσωκομματική διαδικασία τον Τζορτζ Ου. Μπους και να γίνει ο υποψήφιος του κόμματος στις προεδρικές εκλογές. Το 2008, έλαβε το χρίσμα του κόμματός του, αλλά υπέστη βαριά ήττα από τον Μπαράκ Ομπάμα.
Κατόπιν παρέμεινε στη Γερουσία, δεύτερο σπίτι του για τριάντα πέντε χρόνια.
Γνωστός για τον επεμβατισμό που πρέσβευε στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, καθώς θεωρούσε ότι η Αμερική οφείλει να υπερασπίζεται τις αξίες της και τα συμφέροντά της σε όλο τον κόσμο, ήταν από τους πιο ανυποχώρητους υποστηρικτές του πολέμου στο Ιράκ και επέμενε να τάσσεται υπέρ ενός ισχυρού αμερικανικού στρατιωτικού ρόλου στο εξωτερικό. Οι θέσεις του τον είχαν περιθωριοποιήσει στο ρεπουμπλικανικό κόμμα, στους κόλπους του οποίου σταδιακά επικρατούσαν εκείνοι που δίνουν την προτεραιότητα σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής.
Τη δεκαετία του 2010, αντιμετώπισε με δυσπιστία και κατάπληξη την άνοδο του Tea Party στο κόμμα του, αδυνατώντας να την περιορίσει.
Τασσόταν μονίμως υπέρ της ανόδου του προϋπολογισμού των ένοπλων δυνάμεων, ήταν εξάλλου πρόεδρος της επιτροπής της Γερουσίας για τις ένοπλες δυνάμεις ως τον θάνατό του.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ