Τα βρεφικά γάλατα, που προτείνονται σε νέους γονείς για να αντικαταστήσουν το μητρικό γάλα, δεν ελέγχονται ικανοποιητικά, στο σύνολό τους, και κατά συνέπεια μπορεί να συνοδεύονται από παραπλανητικές διαβεβαιώσεις όσον αφορά τη διατροφική αξία τους, προειδοποιεί μια έρευνα που δημοσιεύεται σήμερα στην επιστημονική επιθεώρηση British Medical Journal.
Αυτά τα υποκατάστατα, που παράγονται για παράδειγμα με βάση τις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος, αποτελούν μια ολοένα και πιο κερδοφόρα αγορά σε όλον τον κόσμο. Υπόσχονται κυρίως ότι παρέχουν στο βρέφος μια τροφή ισοδύναμη με το μητρικό γάλα. Οι παραγωγοί οφείλουν να διεξάγουν συστηματικά κλινικές δοκιμές ώστε να αποδεικνύεται ότι το προϊόν τους τρέφει επαρκώς το μωρό.
Όμως «οι δοκιμές αυτές δεν είναι αξιόπιστες», συμπεραίνουν οι συγγραφείς μιας μελέτης η οποία δημοσιεύτηκε στην BMJ.
Στη μελέτη αυτή αναλύθηκαν 125 κλινικές δοκιμές που έγιναν από το 2015 και μετά. Στα τέσσερα πέμπτα από αυτές υπήρχαν ελλείψεις, τόσες ώστε να αμφισβητούνται τα συμπεράσματά τους.
Για παράδειγμα, σε πολλές δοκιμές δεν διευκρινίζεται πριν ξεκινήσουν τι πρόκειται να αποτιμηθεί. Για να είναι αξιόπιστη μια κλινική δοκιμή θα πρέπει αντιθέτως να είναι σαφής εξαρχής όσον αφορά τον στόχο της, διαφορετικά ο ερευνητής μπορεί να μπει στον πειρασμό να κρατήσει ό,τι τον εξυπηρετεί.
Σε ορισμένες άλλες δοκιμές αποκλείστηκαν αυθαίρετα τα βρέφη από την ομάδα δοκιμής. Και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Συνολικά, «τα συμπεράσματα είναι σχεδόν πάντα θετικά» αναφέρουν οι συγγραφείς, κρίνοντας ότι οι παραγωγοί εμπλέκονται πολύ στις μελέτες, με κίνδυνο να υπάρχει έλλειψη ανεξαρτησίας τους. Εκτιμούν επίσης ότι δεν υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας στις μελέτες ώστε τα βρέφη να μην διατρέξουν κίνδυνο, κυρίως τον κίνδυνο υποσιτισμού.
Θα πρέπει «να αλλάξει ο τρόπος (…) με τον οποίο διεξάγονται οι μελέτες και δημοσιεύονται στη συνέχεια ώστε (…) οι καταναλωτές να μην λαμβάνουν παραπλανητικές πληροφορίες» συμπεραίνουν οι ερευνητές.